Κεφάλαιο δεκαέξι🍏

303 52 0
                                    

Το πρωί δεν άργησε να έρθει και όταν ξύπνησα, συνειδητοποίησα πως δεν ήμουν στο δωμάτιο μου. Τεντώθηκα με φόρα προς τα πάνω και κοιτώντας γύρω μου παρατήρησα το ανακατεμένο δωμάτιο. Η κουρτίνα ήταν ακόμη τραβηγμένη στην άκρη από χθες και εγώ ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι στο οποίο κοιμόταν ο Άαρον. Το ερώτημα όμως ήταν γιατί.

Κατέβασα τα πόδια μου στο πάτωμα και τότε ήταν που ακούμπησαν κάτι μαλακό. Κοίταξα προς τα κάτω και είδα τον Άαρον να κοιμάται στα κρύα πλακάκια του πατώματος με το μενταγιόν γύρω από το λαιμό του. Το κρατούσε γερά μέσα στην παλάμη του, τοποθετημένο ακριβώς πάνω από την καρδιά του. Ήταν πολύ όμορφος και ήσυχος όσο κοιμόταν και δε ήθελα να του χαλάσω αυτή την ηρεμία. Σηκώθηκα προσεχτικά από εκεί που κοιμόμουν και περπάτησα προς την πόρτα. Την ώρα που την άνοιγα μια φωνή με διέκοψε.

«Ελενόρ;»

Κοίταξα προς τα πίσω και βρήκα τον Άαρον να στέκεται. Με κοιτούσε έντονα με τα υπέροχα του μάτια καθώς έβαζε μια μπλούζα. Φαινόταν τελείως διαφορετικός από τις άλλες φορές. Ήταν πιο προσιτός και ευγενικός και δεν κρυβόταν χωρίς λόγο.

«Ναι Άαρον;» Είπα

«Καλημέρα» είπε και χαμογέλασε

«Καλημέρα και σε σένα. Θα μπορούσα να σε ρωτήσω κάτι;»

«Ότι θέλετε δεσποινίς Σνόου»

«Σε παρακαλώ μη με λες έτσι, φώναζε με απλώς Ελενόρ. Αυτό που ήθελα να σε ρωτήσω είναι, γιατί κοιμήθηκα εδώ χθες;»

«Μιλούσαμε μέχρι αργά, μου έλεγες για το πόσο κοντά ήσουν με τον πατέρα σου και το πως κάθε χρόνο, τέτοια εποχή βγαίνατε για να μαζέψτε φρέσκα δαμάσκηνα. Από ένα σημείο και μετά αποκοιμήθηκες και δεν ήθελα να σε ξυπνήσω. Οπότε σε άφησα να κοιμηθείς εδώ και εγώ πήρα μια θέση στο πάτωμα. Όχι και πολύ άνετο αν με ρωτήσεις»

«Με συγχωρείς, δεν είχα σκοπό να σε επιβαρύνω με την παρουσία μου ούτε να κάνω κατάληψη στο κρεβάτι σου»

«Δεν πειράζει, είχα καιρό να κάτσω έτσι με κάποιον και να μιλάω με τις ώρες. Σε ευχαριστώ ιδιαιτέρως που με τίμησες με την παρουσία σου»

«Εγώ σε ευχαριστώ» είπα καθώς έκανα ένα βήμα προς την μεριά του

«Για ποιό πράγμα;» Ρώτησε δίχως να πάρει το βλέμμα του από επάνω μου

«Που με άκουσες» είπα και τον αγκάλιασα

Για μια στιγμή έδειξε να διστάζει αλλά μετά από λίγο ανταποκρίθηκε. Τύλιξε τα χέρια του γύρω από την πλάτη μου και με έσφιξε στην αγκαλιά του. Η ζεστασιά του κορμιού του και ο χτύπος της καρδιάς του μου έφερνε μια παράξενη ηρεμία. Ένιωθα ωραία κοντά του και πως τίποτα δεν μπορούσε να με βλάψει.

Η Χιονάτη και οι εφτά πρίγκιπεςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora