Ανέπνεα βαριά προσπαθώντας να ηρεμήσω την καρδιά μου που χτυπούσε σαν τρελή. Ένιωσα ένα χτύπημα στον ώμο και παραλίγο να αναπηδήσω από τον τρόμο μου. Αλλά μόλις γύρισα προς τα πίσω δεν ήταν κανείς άλλος παρά μόνο η Αλίκη. Μου χαμογέλασε θερμά και εξέτασε προσεκτικά την έκφραση του προσώπου μου που πρέπει να ήταν μια μίξη φόβου και ανακούφισης. Έσμιξε τα φρύδια της έντονα καθώς χάιδεψε απαλά το δεξί μάγουλο μου.
«Αδερφούλα είσαι καλά;» Ρώτησε με μια καθησυχαστική φωνή και έβαλα τα δυνατά μου να συγκρατήσω τα δάκρυα που ήταν έτοιμα να κυλήσουν
«Καλά είμαι» ψεύδισα
«Μην μου λες ψέματα αδερφή, δεν έχει νόημα» απάντησε με ένα ξεφύσημα
«Συγγνώμη, απλά στα αλήθεια δεν θέλω να το συζητήσω. Αναρωτιόμουν αν θα ήθελες να πας στο χωριό μαζί μου;»
«Φυσικά, θα μας πάει ο Κύριος Ο'Μπράιεν εκεί;»
«Όχι, δυστυχώς ο Ρίτσαρντ έχει κάποια ζητήματα να τακτοποιήσει οπότε θα πάμε μόνες. Υποθέτω μπορούμε να περπατήσουμε μέχρι εκεί και να εξερευνήσουμε το μέρος»
«Πάμε τότε»
Έβαλε μια κάπα στους ώμους της και τράβηξε την κουκούλα προς τα επάνω με ένα χαμόγελο. Έκανα και εγώ το ίδιο φορώντας μια περισσευούμενη που είχε και μαζί βγήκαμε ήσυχα από το δωμάτιο. Κοίταξα γύρω μας και έπειτα το κάθε διάδρομο ξεχωριστά για να δω αν ήταν ο Ρίτσαρντ πουθενά κοντά. Μόλις είδα πως δεν ήταν, έπιασα το χέρι της Αλίκης και έτρεξα προς την έξοδο.
Έσπρωξα τις βαριές πόρτες να ανοίξουν και αμέσως βγήκαμε έξω. Πριν όμως πάρουμε το δρομάκι για το χωριό άκουσα θορύβους να έρχονται από το πίσω μέρος του κάστρου. Η Αλίκη και εγώ ανταλλάξαμε βλέμματα και έπειτα περπατήσαμε προς τα εκεί από όπου ακούγονταν οι θόρυβοι. Τότε ήταν που είδαμε τους βασιλικούς στάβλους με τουλάχιστον έξι άλογα μέσα.
Ένα από αυτά περπάτησε προς τα μπροστά και κούνησε τα αυτιά του ενώ με κοιτούσε. Ήταν μια ανάμειξη μαύρου και άσπρου. Κατευθύνθηκα προς αυτό και άπλωσα το χέρι μου διστακτικά χαϊδεύοντας την μούρη του. Ξαφνικά άκουσα μια φωνή να γελάει και γυρνώντας στα αριστερά μου βρήκα έναν νεαρό, γύρω στην ηλικία της Αλίκης με ανοίχτα καστανά μαλλιά και μάτια, να στέκεται και να με παρακολουθεί.
«Φαίνεται πως η Μπέατρις σε συμπάθησε» είπε και γέλασα
«Ποια;»
ESTÁS LEYENDO
Η Χιονάτη και οι εφτά πρίγκιπες
RomanceΜια φορά και έναν καιρό, κάπου μακριά σε ένα χωριό ονόματι Λόνγκσαϊντ, υπήρχε ένα βασίλειο που κυβερνιόταν από την οικογένεια Σνόου. Όμως, όταν ήρθε ένας βαρύς χειμώνας, ο βασιλιάς έχασε την ζωή του και ο αμέσως επόμενος διάδοχος για το θρόνο ήταν...