part / 40

3.1K 170 141
                                    

«Νεφέλη άνοιξε να φας κάτι, θα πάθεις τίποτα» άκουσα τον Αλεξ να με παρακαλάει έξω από την πόρτα.

«Φύγετε» τους είπα μέσα από τα δάκρυα.

«Ένα μήνα είσαι κλεισμένη στο δωμάτιο σου, έρχεσαι από το σχολείο και ξανά εκεί μέσα , μην το περνάς όλο αυτό μόνη σου» άκουσα την Μαριάνα να μου φωνάζει μαλώνοντας με.

Κάθε μέρα περνούσα τα ίδια και τα ίδια. Τα παιδιά ερχόντουσαν έξω από το δωμάτιο μου παρακαλώντας με να φάω τίποτα , να βγω και να με κάνουν να νιώσω καλύτερα. Το μόνο που θέλω τώρα είναι την ηρεμία μου. Ήμουν τόσο αδύναμη που πλέον δεν μπορούσα να κλάψω . Σηκώθηκα από το κρεβάτι μου και μόλις ξεκλείδωσα την πόρτα και με αντίκρισαν ο Αλεξ με την Μαριάνα έμειναν ακίνητοι στην θέση τους. Ήμουν πολύ αδύναμη με μαύρους κύκλους και κόκκινα μάτια. Ο Αλεξ με πλησίασε αγκαλιάζοντας με σφιχτά. Δεν αντιστάθηκα! Εκείνη την στιγμή τον χρειαζόμουν όσο κανέναν άλλον.

Μου είχαν λείψει οι αγκαλιές του , τα φιλία του , το άρωμα του ακόμα και η ανωριμότητα του που με έκανε να γελάω.

Δεν άντεξα και λύγισα. Δάκρυα έρεαν στα μάγουλα μου ασταμάτητα. Δεν ήθελα να με δουν σε αυτή την κατάσταση αλλά ήταν πέρα από τις δυνάμεις μου.

«Είμαι εγώ εδώ» μου ψιθύρισε καθησυχάζοντας με.

«Είμαστε όλοι εδώ για σένα μην απομονωθείς ξανά» με ξανά μάλωσε η Μαριάνα ενώ έκλαιγε μαζί μου.

«Τα παιδιά; Έχω να τους δω από την κηδεία» ρώτησε ο Αλεξ και έμεινα σιωπηλή.

«Θα έρθουν σε λίγο» μας είπε η Μαριάνα κα κατεβήκαμε στο σαλόνι. Το χέρι του Αλεξ κρατούσε συνεχώς το δικό μου χαϊδεύοντας το.

«Σήμερα γυρνάει ο πατέρας μου» μου ανάφερε δειλά και του έγνεψα.

Μετά την κηδεία της μητέρας μου ο Στέφανος ξανά έφυγε Λονδίνο για να ξεπληρώσει κάτι χρήματα στο νοσοκομείο όπου έκανε θεραπείες.

Η αθώα ψυχή της μητέρας μου δεν άντεξε την εγχείρηση και μας άφησε πριν ένα μήνα.

Έχασα το πιο σημαντικό άτομο που έχει κάθε άνθρωπος στην ζωή του. Έχασα το μόνο άνθρωπο που είχα στην ζωή. Με μεγάλωσε μόνη της και πέρασε πολλά ήταν τόσο νέα για να πέθανει! Δεν της άξιζε αυτό το τέλος.

Αυτα τα λόγια κυρίευσαν το μυαλό μου και δάκρυα σκέπαζαν τα μάγουλα μου.

«Τελείωσε» μου είπε ο Αλεξ παίρνοντας με στην αγκαλιά του και φιλώντας με απαλά στα μαλλιά. Σηκώθηκε γρήγορα και με έπιασε από το χέρι σηκώνοντας με. «Θέλω να σε πάω κάπου» μου ανακοίνωσε και η Μαριάνα μου έκανε νόημα να πάω. Του έγνεψα και ενώ φόρεσα στα γρήγορα μια ζακέτα κατευθυνθήκαμε προς το αυτοκίνητο του.

MutualFeelings.Où les histoires vivent. Découvrez maintenant