Κεφάλαιο οκτώ✨

1.1K 100 2
                                    

Ξεκινήσαμε να περπατάμε με την αμηχανία να μας κυριεύει. Παλιότερα είχαμε άνεση στο να μιλάμε ωστόσο με το πέρασμα του χρόνου και την έλλειψη επαφής αυτή η άνεση αλλοιώθηκε. Όταν σταμάτησε να περπατάει, κατάλαβα πως είχαμε φτάσει κιόλας στο αμάξι του. Ήταν μια ασημί BMW, από τα παλιά μοντέλα, καλοδιατηρημένη και αστραφτερή. Με μια κίνηση μου άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού για να μπω και αφού μπήκα, έκατσε και αυτός στην θέση του οδηγού. Έπειτα έβαλε τα κλειδιά στη μίζα, βάζοντας μπρος την μηχανή και ξεκίνησε να οδηγάει.

Μας πήρε τουλάχιστον δέκα λεπτά για να φτάσουμε και μόλις αντίκρισα το μαγαζί στο οποίο μας έφερε, χιλιάδες αναμνήσεις πλημμύρισαν το μυαλό μου. Βγήκα από το αυτοκίνητο και μαζί εισήλθαμε στο παλιό μας στέκι. Η μυρωδιά του τσίλι διαπέρασε τα ρουθούνια μου καθώς περάσαμε δίπλα από την κουζίνα ψάχνοντας για ένα τραπέζι αδειανό. Αν και ήταν όλα γεμάτα, καταφέραμε να πιάσουμε μια θέση κοντά στο παράθυρο. Κάτσαμε στις αναπαυτικές, πολύχρωμες καρέκλες και κατευθείαν πήραμε τους καταλόγους στα χέρια μας για να παραγγείλουμε.

«Τι σκέφτεσαι να πάρεις;» Ρώτησε καθώς σήκωσε το βλέμμα του από εκεί που κοιτούσε

«Δεν ξέρω, φαίνονται όλα τόσο υπέροχα. Θυμάμαι παλιά που ερχόμασταν εδώ με τους γονείς μας και τρώγαμε σχεδόν τα πάντα» είπα με ένα γελάκι

«Θυμάσαι μια φορά που έφαγες από εκείνες τις πολύ καυτερές πιπεριές;»

«Ναι! Χρειάστηκα τουλάχιστον δυο λίτρα νερό για να ηρεμήσω»

«Και οχι μόνο, γυρίσαμε μετά στο δικό μας σπίτι για πιτζάμα πάρτυ και μόνο που δεν μας τελείωσες το γάλα»

«Δεν φταίω εγώ που διψούσα»

«Ναι αυτό έφταιγε. Λοιπόν..λέω να πάρω τα τάκο με τον κιμά και το χούμους, μαζί με μια μερίδα νάτσος και σως τσίλι» είπε με ένα χαμόγελο και άφησε το κατάλογο κάτω

«Εγώ τότε θα πάρω τις κεσαντίγιες με την σως γιαουρτιού και τις γαρίδες μαζί με την σαλάτα με τα κόκκινα φασόλια» είπα και αμέσως έκανε μια ξινισμένη έκφραση

«Από ποτέ τρως εσυ φασόλια;»

«Από τότε που έφυγες»

«Μάλιστα. Ενδιαφέρον»

Άφησα και εγώ τον κατάλογο να πέσει και αμέσως ήρθε ο σερβιτόρος να πάρει τις παραγγελίες μας. Αφού σημείωσε τι θέλαμε και έφυγε, ο Στέφαν γέμισε τα ποτήρια μας με ανθρακούχο νερό και άρχισε να παίζει με τον αντίχειρα του δεξί χεριού μου.

Το λάθος κάλεσμα Where stories live. Discover now