Κεφάλαιο δέκα✨

1.1K 98 1
                                    

Άνοιξα αργά τα μάτια μου και κοιτώντας γύρω μου ήρθα σε επαφή με το χώρο της κουζίνας. Σήκωσα το πρόσωπο μου από τον μαρμάρινο και λείο πάγκο και ξεκόλλησα από το μάγουλο μου το αυτοκόλλητο που κολλάνε στα μήλα. Από ότι φαίνεται είχα αποκοιμηθεί πάνω στην φρουτιέρα περιμένοντας τον Ντομινίκ να επιστρέψει.

Μόλις θυμήθηκα τι είχε γίνει, πετάχτηκα επάνω και άρχισα να ψάχνω ένα ένα τα δωμάτια σε περίπτωση που είχε γυρίσει. Ωστόσο ήταν όλα άδεια και στο κοινόχρηστο μπάνιο πίσω από τον νεροχύτη βρήκα μια στοιβαγμένη τσάντα. Την τράβηξα έξω και ανοίγοντας την, βρήκα πολλά, σκουρόχρωμα ρούχα, διπλωμένα μαζί με ένα άλμπουμ με φωτογραφίες. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα το πήρα στα χέρια μου και άρχισα να το ξεφυλλίζω. Στην πρώτη σελίδα υπήρχε μια αφιέρωση γραμμένη με γαλάζιο,γκλιντεράτο στύλο.

«Ένα δώρο για να μην ξεχνάς ποτέ από που προήλθες. Να με θυμάσαι για πάντα και να γυρίζεις πάντοτε πίσω»

Γύρισα στην επόμενη σελίδα και βρήκα μια σειρά γεμάτη φωτογραφίες της κοπέλας που είχαμε δει και εκείνου. Μόνο που το πρόσωπο του είχε μουντζουρωθεί με μελάνι και το μόνο πράγμα που ήταν ευδιάκριτο ήταν τα τατουάζ του.

«Μια γιατί να διαγράψει τον εαυτό του από το άλμπουμ;» Αναρωτήθηκα δυνατά και τότε ακούστηκε ένας γδούπος, σαν κάτι να πέφτει και να σπάει

Σηκώθηκα όρθια και με αργό βηματισμό προχώρησα προς το δωμάτιο μου, από όπου ακούστηκε και ο περίεργος θόρυβος. Έπιασα το πόμολο διστακτικά και με τρεμάμενο χέρι άνοιξα την πόρτα διάπλατα. Τότε είδα την κορνίζα με την φωτογραφία μου πεσμένη στο πάτωμα και το παράθυρο ορθάνοιχτο με την κουρτίνα να ανεμίζει.

Βημάτισα προς το παράθυρο και αφού κοίταξα προς τα έξω το έκλεισα με δύναμη. Την ώρα όμως που πήγα να τραβήξω την κουρτίνα, το βλέμμα μου έπεσε σε ένα μυστηριώδη άνδρα με κουκούλα. Όσο πιο πολύ τον κοιτούσα τόσο μου σηκωνόταν η τρίχα κάγκελο. Υπήρχε κάτι το ανατριχιαστικό επάνω του ωστόσο το πρόσωπο του δεν ήταν ευδιάκριτο.Ξαφνικά ακούστηκε ένας απότομος θρυμματισμός και γυρνώντας προς τα πίσω μου βρήκα το τζαμί της κορνίζας σπασμένο και την φωτογραφία μου αλλοιωμένη.

«Τι στο καλό;» Ψέλλισα και κοιτώντας ξανά προς τα έξω ο άντρας είχε εξαφανιστεί

Μάζεψα τα θρύψαλα από το πάτωμα με τα χέρια, τραυματίζοντας τις παλάμες μου ελαφρώς από τα μικρά κομμάτια γυαλιού και στην συνέχεια τα πέταξα στο κάδο που υπήρχε ακριβώς κάτω από το γραφείο που μελετάω. Έπειτα έβαλα το άλμπουμ σε μια τσάντα, και αφού άλλαξα ρούχα, έφυγα από το σπίτι με προορισμό την κεντρική καφετέρια της πόλης. Στα μισά της διαδρομής, έστειλα και μήνυμα στα κορίτσια να με βρουν εκεί, έτσι μόλις έφτασα, έκατσα σε ένα τραπέζι για τρεις και παρήγγειλα ένα φυσικό χυμό πορτοκάλι.

Το λάθος κάλεσμα Where stories live. Discover now