Κεφάλαιο 9: Το εκρού του νεκρού (μέρος 3)

140 30 42
                                    


«Νιβ!», αντιδρώ αιφνιδιασμένη. Παρατάω το πιρούνι μου στην άκρη του πιάτου παραιτημένη πια από την προσπάθεια να τραφώ, πέφτω πίσω ενώνοντας την πλάτη μου με την πλάτη του καθίσματος και απομένω να την κοιτάζω χάσκοντας. «Τι σκατά...»

«Αυτό ακριβώς σκεφτόμουν και εγώ όλο το πρωί», λέει χωρίς να αποθαρρύνεται. «Τι σκατά; Ποιος μπορεί να είναι αυτός που σε έκανε να ακτινοβολείς έτσι και πώς μου έχει ξεφύγει εμένα ως τώρα; Πρέπει να είναι μια τρομερή παράληψη!»

«Τ-τι... π-π-πώς... τι... τι σκατά;», ξαναλέω χάνοντας τα λόγια μου, μένοντας άναυδη. Πώς ψυχανεμίστηκε έτσι απλά ότι το έκανα; Το μαρτύρησε κάτι πάνω μου; Όχι, με τίποτα. Τότε πώς το κατάλαβε η Νιβ; Μυρίστηκε τις φερορμόνες στον αέρα; Ειλικρινά, δεν μπορώ να καταλάβω... Οι εγκυκλοπαιδικές γνώσεις της στο σεξ έχουν αρχίσει να με ξεπερνάνε και να την καθιστούν στην αντίληψη μου τον ανθρώπινο Πάπυρο Λαρούς της Συνουσίας. «Τι είναι αυτά που λες;», σαστίζω.

«Ω», αναστενάζει όλο νόημα. «Ξέρεις πολύ καλά τι λέω, μικρή μου ανάφτρα».

«Ναι», συμπληρώνει η Εχάντι από δίπλα της. «Ξέρεις, και οι δυο το ξέρετε. Οπότε καλύτερα να της πεις ποιος είναι προτού σκίσει καμιά ζαρτιέρα. Έχει λυσσάξει σήμερα...»

«Ποιος είναι;», επιμένει η Νιβ γέρνοντας προς το μέρος μου. «Ποιος είναι αυτός με το μαγικό μαρκούτσι;»

«Ε;», κάνω σαν χαζή.

«Αυτός με το φανταστικό ματζαφλάρι», δοκιμάζει ξανά να μου πει, ενώ βρίσκεται ολοφάνερα σε έξαψη.

«Δεν καταλαβαίνω τι λες...»

«Την μαπαρδέλα», συνεχίζει. «Την κρεατόβεργα, το τσιτσί, το καβλιτζέκι, το...»

«Εντάξει», λέω, καθώς συγχίζομαι και σηκώνω αργά το χέρι μου για να την σταματήσω. «Νομίζω ότι έχω καταλάβει τι λες... Και νομίζω ότι δεν σε αφορά».

«Πού τον γνώρισες; Στο Έλα να Ξεσκιστούμε, Ντάρλινγκ;»

«Εννοείς εκείνο το site γνωριμιών για νυμφομανείς; Όχι, όχι δεν τον γνώρισα εκεί. Αυτούς τους έκφυλους σάτυρους λέω να τους αφήσω σε 'σένα».

«Καλοσύνη σου», λέει γλυκερά. «Αφού, όμως δεν ήταν από 'κει πού τον βρήκες;»

«Στα δρακουλίνια», αποκρίνομαι αγέλαστα.

«Σοβαρολογώ. Εδώ και τέσσερις ώρες μου έχει γίνει εμμονή, Βάλενταϊν. Αν δεν μάθω ποιος είναι ο τύπος θα μου στρίψει!»

«Μα γιατί είναι τόσο σημαντικό για 'σένα;»

«Επειδή», λέει. «Είμαι ένα θηλυκό σπουργίτι, έχω μονίμως το σεξό-ραντάρ μου ανοιχτό και κανείς ποτέ δεν μου ξεφεύγει. Εκτός από τον δικό σου... Ποιος είναι; Είναι κάποιος από τους φύλακες;»

«Ο Κλαρκ είναι αρκετά νόστιμος», προτείνει η Εχάντι. «Και ο ΜακΛούαν είναι διαβόητος για τις ερωτικές περιπτύξεις του με τις φυλακισμένες».

«Μπα...», διαφωνεί η Νιβ. «Τους έχω πάρει και τους δύο και τζίφος. Δεν είναι αυτοί... Η Βάλενταϊν είναι με κάποιον άλλο, κάποιον ξεχωριστό».

Πράγματι, σκέφτομαι και ασυναίσθητα σκάω ένα μικρό χαμόγελο ονειροπαρμένης. Ο Ζίρο δεν είναι σαν κανέναν και κανείς δεν είναι σαν τον Ζίρο. Είναι μοναδικός. Και είναι δικός μου...

«Να το!», κάνει θροιαμβευτικά η Νιβ σηκώνοντας το χέρι της και δείχνοντάς στην Εχάντι την φωτισμένη μου έκφραση. «Το βλέπεις; Αυτό το υπέρλαμπρο χαμόγελο φανερώνει πολλά! Τα πάντα! Τώρα μένει να την πείσουμε να μας πει ποιος είναι αυτός που δίνει τέτοια χαρά στα σκέλια της».

«Ω, λυπάμαι», μουρμουρίζω προσπαθώντας να καταστείλω το χαμόγελό μου. «Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Βλέπετε, ο καλός μου κι εγώ δεν... δεν μιλάμε για τα προσωπικά μας». Και τι να πούμε δηλαδή; Ότι είμαστε ένα αταίριαστο δίδυμο νεκροζώντανων κοινωνιοπαθών που μπαλαμουτιάζεται κι ερωτεύεται καταστροφικά, όσο προπονείται για να ξεκοιλιάζει τον κοσμάκη; Θα ήταν καλή μια τέτοια εξήγηση; «Όχι», αρνούμαι. «Δεν είναι... δεν είμαι... δεν είμαστε από εκείνα τα ζευγάρια που βγαίνουν και μιλάνε για την σχέση τους και ξεμπροστιάζουν τα περί της κλίνης τους, αλλάζουν την κατάσταση τους στο Facebook και κάνουν γλυκανάλατα ομοιόμορφα τατουάζ».

«Μα», εξεγείρεται η Νιβ. «Πρέπει να μου πεις ποιος είναι!»

«Γιατί πρέπει;»

«Γιατί αν δεν μάθω ποιος είναι, τότε δεν μπορώ να φανταστώ πώς είναι να σεξουαλίζεστε».

Ορίστε; «Γ-γιατί πρέπει να το φανταστείς αυτό;»

«Ναι», απορεί μέχρι και η Εχάντι. «Γιατί;»

Οι λεπτεπίλεπτοι ώμοι της Νιβέιρα Νίκολς ανασηκώνονται αδιάφορα. «Για προσωπική ικανοποίηση», ομολογεί ανενδοίαστα. «Με όλους το κάνω. Μου αρέσει να πλάθω την εικόνα στο μυαλό μου. Αλήθεια, Εχάντι», προσθέτει και στρέφεται εξ ολοκλήρου προς την φίλη της. «Πώς τα πάτε με το κορίτσι σου, την Τιντάλ, τώρα τελευταία;»

Η Εχάντι ανασκουμπώνεται και η Νιβ απομένει να ανασηκώνει τα φρύδια της όλο νόημα, πότε σε 'μένα και πότε σε 'κείνη. Οι εικόνες, αν και ατελείς, έχουν ήδη αρχίσει να αποτυπώνονται στον καμβά του νου της με τα πιο οργιαστικά χρώματα.

Το έχεις μέσα σου (Το Κτήνος, Βιβλίο 2)Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt