Κεφάλαιο 17: Μαγειρεύω ένα γεύμα για κανίβαλους. Ζω το όνειρο. (μέρος 4)

142 25 56
                                    



Δεν το είχα φανταστεί έτσι. Πίστευα ότι αυτό που έκανα ήταν κάτι σαν εκπλήρωση κάποιου υψηλού ιδανικού ή κάποιου ιερού σκοπού, κάτι σπουδαίο, όμως τώρα αρχίζω να σκέφτομαι πως ίσως να μην ήταν. Ο Γκρίφιν Σέιγουορθ ήταν κάτι σαν η αρχι-νέμεσις μου, ακόμα κι έτσι όμως δεν περίμενα να τον εξολοθρεύσω με έναν τόσο αιματηρό τρόπο. Κι ας του άξιζε. Κι ας του αξίζει. Θεωρούσα ότι θα ολοκλήρωνα την αποστολή μου με κάθαρση, όμως δεν νιώθω εξαγνισμένη. Νιώθω το αντίθετο. Υποτίθεται ότι αυτή η στιγμή, η στιγμή της νίκης μου, θα έφερνε μαζί της τιμή, όπως στις κινηματογραφικές σκηνές ύστερα από μια μεγάλη μάχη, όταν ο πρωταγωνιστής απομακρύνεται θροιαμβευτικά από το άντρο του κακού σε αργή κίνηση κι εκείνο εκρήγνυται θεαματικά στο φόντο. Να πώς το περίμενα, κάπως έτσι. Φανταζόμουν πως έστω και για λίγο θα γινόμουν αυτή η υπέρ-γαμάτη ηρωίδα, εκείνη που τα καταφέρνει, που τα κάνει όλα σωστά. Εκείνη που δεν γυρίζει για να κοιτάξει την έκρηξη, αλλά συνεχίζει να απομακρύνεται αγέρωχη. Υποθέτω ότι τέτοιοι ήρωες είναι περισσότερο σαν τους Μαρς, παρά σαν την Αντριάννα. Η Αντριάννα τα 'χει κάνει σκατά. Η νίκη της δεν περιλαμβάνει θριάμβους και εκρήξεις. Έχει, αντ' αυτών, αίμα και εντόσθια και κομμένα μέλη και τύψεις για όλο τον πόνο που έχει προξενήσει, για όλο τον χαμό. Η Αντριάννα δεν ταιριάζει με το στερεοτυπικά χολιγουντιανό πρότυπο της αψεγάδιαστης ηρωίδας. Ποτέ δεν θα μπορούσε. Είναι προβληματική, ελλαττωματική. Βασάνισε κάποιον μέχρι θανάτου, κάποιον πεσμένο κατάχαμα, αδύναμο, απροστάτευτο. Ο Γκρίφιν ήταν ένα κάθαρμα, αλλά την στιγμή του θανάτου του, ήταν εξίσου ανήμπορος, άοπλος και χαμένος από χέρι όσο και τα θύματά του.

Νιώθω φρικτά καθώς τα αναλογίζομαι όλα αυτά. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι δεν τον γύρεψα εγώ, αλλά εκείνος ήρθε γυρεύοντας εμένα. Εκείνος μετέτρεψε την κουζίνα σε πεδίο μάχης και το πεδίο μάχης στον τάφο του. Ήρθε ως εδώ για να με σκοτώσει. Κι εγώ απλώς αμύνθηκα. Όπως όφειλα, όπως με έμαθε ο Ζεέρνεμποχ να αμύνομαι, να παλεύω.

Ο Ζεέρνεμποχ... Να κάτι ακόμη που δεν είχα φανταστεί ότι θα έπαιρνε την τροπή που πήρε τελικά. Ήμασταν από την αρχή προορισμένοι να χωρίσουμε, καταδικασμένοι, ασύμβατοι. Η γνωριμία μας με τους καβγάδες, τις προκλητικές στιχομυθίες και τις αμέτρητες εντάσεις, με τις αιματηρές εκπαιδεύσεις και τα απαγορευμένα συναισθήματα, έμοιαζε με μια συνεχή προετοιμασία για το αναπόφευκτο: Τον χωρισμό. Ήξερα ότι θα χωρίσουμε, ότι θα χωριστούμε, ακόμα κι έτσι όμως, κάτι μέσα μου δεν είχε προλάβει να αποδεχτεί την ιδέα. Πώς θα μπορούσε, άλλωστε; Μια ζωή χωρίς τον Ζίρο... Όχι, δεν είμαι έτοιμη για κάτι τέτοιο, δεν είμαι πρόθυμη. Αρνούμαι. Αξίζουμε κάτι παραπάνω, κάτι περισσότερο από αυτό το κενό που άφησε πίσω του, από εκείνο το ξαφνικό δευτερόλεπτο κατά το οποίο έφυγε χωρίς καν να το αντιληφθώ. Δεν μπορεί να τελείωσαν όλα μέσα σε εκείνη την ανύποπτη στιγμή, μέσα σε ένα ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων μου. Όχι, όχι... Ποτέ δεν μου άρεσε να σκέφτομαι την στιγμή που θα λέγαμε «αντίο», όμως τις ελάχιστες στιγμές που το είχα φανταστεί το περίμενα ουσιαστικό, μεγαλειώδες, συγκλονιστικά συγκινητικό. Κι αυτό επειδή ο Ζεέρνεμποχ Βάλχοφ, νομίζω, είναι ο μεγάλος μου έρωτας, ο πρώτος έρωτας που σε σημαδεύει και σε αλλάζει, που μένει μαζί σου για πάντα. Ναι, είναι. Είναι αυτός. Είναι... ήταν... ένας επαναστάτης, θαρραλέος, ατρόμητος, κάποιος που πολέμαγε δίχως σταματημό, που υπερασπιζόταν κάθε τι καλό κι αγνό, κάποιος που έβλεπε τις απαγορεύσεις απλά ως εμπόδια που έπρεπε να ξεπεράσει, να καταρρίψει. Κάποιος που δεν σταμάτησε ποτέ και σε τίποτα. Ήταν κάποιος που έχυνε αίμα, που έπινε αίμα. Δυο μάτια όλο σκοτάδι και μια καρδιά από φωτιά, ένα ατίθασο, αδάμαστο πνεύμα που πήγαινε κόντρα στους ουρανούς, που αντιμαχόταν την μοίρα, που έκαιγε σαν φλόγα εν μέσω ενός αγριεμένου ωκεανού. Και κανείς ποτέ δεν θα μπορέσει να τον φτάσει ή να τον αντικαταστήσει, όχι για εμένα, όχι στην καρδιά μου.

Το έχεις μέσα σου (Το Κτήνος, Βιβλίο 2)Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ