Μια διαλεκτη ομάδα από γενναίους άντρες , μετέφεραν Τους δολοφόνους στα κελιά ,εκτός τον θείο του βασιλιά ,τον οποίο και διέταξε ο Τζέιμς ,να πάνε στο ιατρείο του βασιλείου,και να σταματήσουν την αιμορραγία του.
Νωρίς το σούρουπο θα τους εκτελούσαν όλους για προδοσία,παρόλα αυτά όμως ,ο Τζέιμς δεν ήθελε μέχρι το πρωί να χάσει ολόκληρο το αίμα του.Ο θείος του καθόταν τώρα ξαπλωμένος επάνω απο ένα λευκό κρεβάτι, παρατηρώντας τον γιατρό να κανει τα μαγικά του.
Ήθελαν να του σταματήσουν την αιμορραγία,ενώ νωρίς το πρωινό θα τον εκτελούσαν σαν το σκυλί.
Οχι δεν θα το ανεχόταν,δεν θα αφηνε τον ανηψιο του να νιώσει τέτοια χαρά.<< Γιατρέ; Το νιώθω ακόμη να τρέχει.
<< Μη το αγγίζεις Βερμόντ.
Ο γερικος Κέιτζ, φόρεσε τα γάντια του ,και κατευθύνθηκε προς την μεριά του δολοφόνου, έτοιμος να του ράψει την πληγή,παρόλα αυτά δεν πρόλαβε.
Κάτι πολύ δυνατό,είχε εκτοξευτεί μέσα από το πρόσωπο του ,και τον έριξε αναίσθητο στο έδαφος.Και τώρα που ο γιατρός πάει.... μένουν οι φρουροί έξω από την πόρτα..
{.........}
Κρατούσε το παιδί της στα χέρια,όταν ξεκίνησαν να περπατάνε στον μεγάλο διαδρομο.
Μπορούσες μαγεμένος να κοιτάς το φως που εισχωρούσε από τα πλαϊνά παράθυρα, καθώς και τους απέραντους κήπους,που τωρα βρεχονταν από την καταιγίδα της ημέρας.<< Τζέιμς μου; Κοίτα εκεί; Ένα πανέμορφο παπάκι.
{.......}
Κάθισε επάνω από τον θρόνο του, κοιτάζοντας έντονα την πόρτα της αίθουσας.
Μα τι αγωνία ήταν αυτή που τον είχε κυριεύσει; Είχε σώα την γυναίκα ,και το παιδί του,και παρόλα αυτά ,το σωμα και η ψυχή του,ήταν σε επιφυλακή.
Ας του έβγαινε μια φορά σε καλό .
Είχε κουραστεί να φοβάται τα πάντα ,και όλα εξαιτίας ενός θρόνου,τον οποίο και μισούσε από παιδί.
Δεν το αντεχε άλλο αυτό,έκλεισε Με κόπο τα βλέφαρα του ,και προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία του,όμως αυτό δεν συνέβη για πολύ.
Καθώς η πόρτα της αίθουσας άνοιξε με βία , παρουσιάζοντας του με τον πιο άξεστο τρόπο,τον Χοακίμ σεβαλιέρ.
<≤ΒΑΣΙΛΙΑ ΜΟΥ ΕΊΝΑΙ ΕΛΕΎΘΕΡΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΠΑΛΆΤΙ.{...........}
Αγκάλιασε με αγάπη το σώμα του παιδιού της, και συνέχισε να περπατάει μαζί του,ώσπου έφτασε στο κέντρο του διαδρόμου.
Μια απότομη συννεφιά σκοτεινιασε ολόκληρο το διάβα της ,ενώ μια αστραπή, χτύπησε με δύναμη το παράθυρο δίπλα της, προκαλώντας το παραπονεμένο κλάμα του παιδιού της.
Πανίκος ήταν το πρώτο συναίσθημα που πρόλαβε να την κατακλύσει,ενώ το δεύτερο,ήταν η μητρότητα.