Τα χείλη του μισανοιξαν καθώς το γυναικείο σώμα με τις ποθητές καμπύλες, ισορροπούσε με τα χέρια του ανοιχτά ,επάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί , θυμίζοντας του την παλιά του ζωή.
Ήταν αναθεματισμενα όμορφη,οι ζωηρές μπούκλες των μαύρων μαλλιών της ,χόρευαν καταραμένα πάνω από την χρυσαφένια της μέση , κάνοντας τον να κλείσει τις γροθιές του ξεπνοος.
ενώ το πρόσωπο της...
Εκεί τα μάτια του Τζέιμς κοντοσταθηκαν, παίρνοντας μια βαθιά αναπνοή μέσα από τα πνευμόνια του.
Τα μάτια της αν και κοιτούσαν τον ορίζοντα, ήταν σε ένα καφετί χρώμα το οποίο του άνοιγε την καρδιά.
Ενώ η μικροκαμωμένη της μύτη στεκόταν αγέρωχη κάτω από τα μάτια της ,σε κάθε που το πηγούνι της υψωνόταν αριστοκρατικά.
<≤ Ω! Ανάθεμα ...
Βλασφιμωντας,έκανε ένα βήμα μακριά από την σκηνή ,θαρρείς και βρισκόταν ο ίδιος τώρα επάνω στο σκοινί.
Πως ανάθεμα γινόταν το κορμί του να αντιδρούσε τόσο παράτολμα ανάμεσα σε τόσο κόσμο;
Γυρίζοντας της απότομα την πλάτη , κατέφθασε τρέχοντας προς την άμαξα , κρύβοντας το ευαίσθητο από την εικόνα της κορμί του μέσα της.
<< Πρίγκιπα μου; Συνέβη τίποτε;
<< Χοακίμ!!
Ήταν βραχνιασμενος....και απόλυτα παθιασμένος.
<< Μάλιστα υψηλότατε.
<≤ θέλω να... να κατέβεις τώρα αμέσως από αυτήν την άμαξα ,και να μάθεις τα πάντα για εκείνην την γυναίκα ,θέλω να ξέρω το πότε κοιμάται,το πότε ξυπνάει,θέλω το όνομα της ,θέλω .....
Κάνοντας μια μεγάλη παύση φρόντισε να μη πει τίποτε περισσότερο.
Θέλω εκείνη.
<< Μα μάλιστα υψηλότατε,θα κάνω αμέσως την έρευνα μου όσο εσείς γυρίζετε στο παλάτι.
Ήταν ακόμη ξεπνοος,και ταυτόχρονα κατεκλεισμενος από ένα ανεπαίσθητο άρωμα.
Κι όλα αυτά διότι ποτέ στην ζωή του δεν είχε ξανά δει κάτι τόσο όμορφο... η γυναίκα ήταν σαν έργο τέχνης ,και ωωω πόσο θα ήθελε να ήταν εκείνος ο γλύπτης της.
Ήθελε να την φτιάξει σαν ένα πήλινο ομοίωμα,και να δημιουργήσει επάνω της όλα όσα η φαντασία του πρόσταζε.
Παρόλα αυτά όμως έπρεπε να σημαζεψει τον εαυτό του,και να κοπάσει τις αμαρτωλές του σκέψεις,διότι αυτές δεν αρμοζαν σε μια κυρία σαν εκείνην.{ΑΣΛΟΝΓΚ}
Έντρομη η μαρια ,παρατηρούσε τον αδερφό του μακαρίτη του άντρα της να βηματίζει θριαμβευτικά μέσα από την αίθουσα στέψης
Θαρρείς και είχε έρθει μετά από καιρό η ανεπαίσθητη νίκη που αποζητούσε.
<< Ώστε αυτό το βασίλειο επιτέλους θα έχει έναν αξιόλογο βασιλιά, καιρός ήταν κάποιος να βάλει τα πράγματα στην θέση τους.
Το πονηρό χαμόγελο του άντρα αστραψε καθώς έπεφτε αναπαυτικά πάνω στον θρόνο που χρόνια τώρα ονειρευόταν να κληρονομήσει.
Το ασλονγκ ήταν ένας τόπος από τον οποίο είχε να κερδίσει πολλά.
<< Αφότου πάρω τον θρόνο σκέφτομαι να σε κάνω γυναίκα μου!!
Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα, παρατηρώντας τον ξεπνοη.
<< Δεν μπορεί να το εννοείς αυτό ! Εγώ ..
<< εσύ είσαι απλώς μια γυναίκα ,και κυριότερα βασίλισσα αυτού του τόπου,όταν γίνω βασιλιάς δεν θα έχεις επιλογή από το να ενώσεις τις δυνάμεις σου μαζί μου.
Γιατί ήταν πάντοτε τόσο καταδικασμένη στην ζωή της;
Γιατί ποτέ δεν έλαμπε το φως και για εκείνην;
Η Μαρία όμως έπρεπε να κάνει πάντοτε αυτό που προσταζαν οι άντρες του Βασιλείου,διότι ήταν κατώτερη από αυτούς.
<< Πότε ακριβώς θα είναι η ημέρα της εκθρόνισης;θα ήθελα να διευθετήσω τα κρατικά ζητήματα πρώτα.
<< Το Σάββατο.
<< Πολύ καλά θα προσπαθήσω ως τότε να έχω τελειώσει.
Καθιζοντας ακόμη πιο αναπαυτικά επάνω στον θρόνο,την προσοχή του τράβηξε ο εκκωφαντικός ήχος ενός τυμπάνου το οποίο και χτύπησε ανελέητα, δίνοντας Ρυθμό σε κάτι που ο αδερφός του βασιλιά δεν μπορούσε να αντικρίσει.
<< Μα τι προσβολή είναι αυτή ποιος τόλμησε να..
Πρωτού προλάβει να τελειώσει τα φλύαρα λόγια του ,η μεγάλη αρχοντική πύλη της αίθουσας ,άνοιξε με μια απροκάλυπτη ορμή, περνώντας από μέσα τις,μια στρατιά φρουρών και τυμπανιστων.
<< ΠΟΙΟΣ ΑΝΆΘΕΜΑ ΤΟΥΣ ΦΏΝΑΞΕ ΌΛΟΥΣ ΑΥΤΟΎΣ?
<< Εγώ!!!
Ξαφνιασμένος από την βαριά αντρική φωνή ,μέσα στην αίθουσα,γύρισε φανερά ταραγμένος στην μεριά της Μαρίας η οποία με μάτια δακρυσμένα κοίταζε προς την είσοδο της πύλης.
Τον ανάγκασε να ακολουθήσει τα μάτια της , σμίγοντας στο τέλος τα φρύδια του μπερδεμένα.
<< Ποιος ανάθεμα είσαι εσύ;
Ο μεγαλύτερος άντρας έριξε απροκάλυπτα το βλέμμα του επάνω στον μικρότερο παρατηρώντας τον από την κορφή ως τα νύχια.
Φορούσε ένα λευκό παντελόνι με αριστοκρατικα παπούτσια,και μια μακριά ενδυμασία απολύτως στο ίδιο ακριβώς χρώμα ,με χρυσά κουμπιά τα οποία και έδεναν ως το σημείο του λαιμού του.
Τα χέρια του ήταν δυναμικά κρατούσαν ένα χρυσό μπαστούνι,ενώ το πρόσωπο του!!ήταν η επιτομή της ομορφιάς.
Σκουρόχρωμος με απαλά ζυγωματικά, μικροκαμωμένη μύτη,μεγάλα χείλη,και δύο κατασκοτεινα μάτια ,τα οποία σε τρυπούσαν ως την καρδιά.
Τα μαλλιά του ήταν κοντά όμως υπήρχε μια παράξενη φράντζα επάνω του ,που έπεφτε με επιδεξιότητα πάνω από το μέτωπο και την μύτη του , κάνοντας τον ακόμη πιο σκοτεινό.
<< Εγώ είμαι ο βασιλιάς σου !!
Η καρδιά του άντρα πέτρωσε.
<≤ πως; Τι ανάθεμα είναι αυτά που λες;
Το λοξό χαμόγελο του Τζέιμς καθώς προχωρούσε μέσα στην αίθουσα, δημιούργησε στον άντρα μεγαλύτερη ταραχή.
<< Σήκω!!! Ο θρόνος ανήκει σε εμένα .
Υψώνοντας αριστοκρατικά το πηγούνι του , χτύπησε με δύναμη το μπαστούνι του στο έδαφος , αναγκάζοντας τον άντρα να σηκωθεί.
<<ΕΓΩ ΘΑ ΓΊΝΩ Ο ΒΑΣΙΛΙΆΣ ΤΟΥ ΑΣΛΟΝΓΚ ΟΧΙ ΕΝΑ ΑΓΟΡΆΚΙ ΌΠΩΣ ΕΣΥ.
Τότε το φρύδι του τζειμς υψώθηκε ειρωνικά.
<< Α ναι; Θα το δούμε αυτό ,τώρα σε διατάζω να σηκωθείς από τον θρόνο μου !
Καταπίνοντας με δυσκολία τράβηξε το μεγαλόσωμο κορμί του από το απαλό κάθισμα ,και κοίταξε καταιδρωμενος την Μαρία.
<< Αυτός είναι ο;
Εκείνη δεν μιλούσε παρέμενε σιωπηλή να παρατηρεί τον νεαρό με ανεπαίσθητα δάκρυα στα μάτια.
<< Εειι σςςς δεν έχεις το δικαίωμα να της ζητάς τον λόγο ,και απο όσο θυμάμαι δεν στο έδωσα ! Τώρα !! Επιτρεψε μου να μείνω μόνος.
Ο θείος του ήταν μια κακή ανάμνηση που ο Τζέιμς δεν ήθελε να θυμάται.
Και ένα ήταν το απολύτως σίγουρο,δεν θα τον άφηνε όσο ήταν ζωντανός να απλώσει τα χέρια του στο παλάτι και τον λαό του.
Παρατηρώντας τον να φεύγει γεμάτος από θυμό , άπλωσε τα πόδια του μπροστά,και ισιωσε τα χέρια του καταμεσής του θρόνου, ρίχνοντας το κεφάλι του προς τα πίσω.
<< Θα χαρώ πολύ να παραβρεθείς στη στέψη μου ,μη το ξεχάσεις.
Χαμογελώντας γεμάτος ειρωνία παρατήρησε το πρόσωπο του Θείου να αλλάζει χρώμα , φεύγοντας όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Δεν θα επέτρεπε στον αδερφό του τυράννου να ανέβει πάνω σε αυτό το καταραμένο κάθισμα ,όσο και αν τον βάραινε η φροντίδα του.
Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του μέσα στο παλάτι,οι αναμνήσεις τον είχαν καταστρέψει.
Ήταν άδικο για εκείνον ,όμως έπρεπε να το κάνει για χιλιάδες ανθρώπους ακόμα.
Διώχνοντας με αυτόν τον τρόπο τις σκέψεις του,γύρισε συννεφιασμένος στην μεριά της μητέρας του νιώθοντας να παγώνει ολόκληρος.
Από την πρώτη στιγμή που πάτησε μέσα στην αίθουσα είχε προσπαθήσει να μην την κοιτάξει στα μάτια ,ως τώρα που το βλέμμα του έφυγε μοναχό του , αναζητώντας διψασμένα όλες εκείνες τις τρυφερές αναμνήσεις που είχε μαζί της .