Κεφάλαιο έξι ⚰️

67 8 2
                                    

«Απλώς κατά βάθος πίστευα πως ποτέ δεν έπαψες να τον αγαπάς» - Τρίσταν Τζέρστεϊν

                                   ~ • ~

Μια απότομη σιωπή πλημμύρισε το στενό και μονότονο χώρο. Στα πρόσωπα μας ήταν ορατή η ανησυχία και ο φόβος. Είχαμε αντιμετωπίσει εχθρούς στο παρελθόν αλλά ποτέ δεν είχαμε έρθει αντιμέτωποι με όπλα που φέρνουν σίγουρο θάνατο. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για εμάς και αυτό μας έκανε εξαιρετικά νευρικούς. Το σώμα μου ίδρωνε σαν τρελό ενώ οι παλάμες μου κολλούσαν. Χρειαζόμουν επειγόντως καθαρό αέρα. Σηκώθηκα όρθια κάπως απότομα με αποτέλεσμα το κεφάλι μου να συγκρουστεί με το κρεμαστό φωτιστικό. Έτριψα ελαφρώς το σημείο που χτυπήθηκε και ένιωσα ένα ελαφρύ πρήξιμο. Θα άφηνε σίγουρα καρούμπαλο.

«Είσαι καλά;» Ρώτησε ο Τρίσταν καθώς έπιασε το μπρούντζινο καπέλο του φωτιστικού, ακινητοποιώντας το

«Ναι είμαι μια χαρά, θέλω απλώς λίγο καθαρό αέρα. Τώρα με συγχωρείτε» είπα βιαστικά και άνοιξα την πόρτα

Αποχώρησα από το δωμάτιο αλλά και το κτίριο και ξεκίνησα να περπατάω προς την αυλή του κάστρου. Στην αρχή σκόπευα να κάτσω σε ένα από τα παγκάκια αλλά τελικά αποφάσισα να κάνω ένα περίπατο στο νεκροταφείο. Ξέρω πως δεν είναι φυσιολογικό να θέλει κάποιος να κόβει βόλτες εκεί αλλά κατά κάποιο τρόπο το είχα ανάγκη. Άνοιξα την μεταλλική πορτούλα και ξεκίνησα να περιφέρομαι ενδιάμεσα των τάφων. Ήταν συγκλονιστικό το κατά πόσο είχαν αυξηθεί οι νεκροί και οι ταφόπλακες. Τότε το μάτι μου έπεσε σε έναν μαρμάρινο που είχε ένα άγαλμα επάνω στην πλάκα του. Έναν άγγελο με ορθάνοιχτα φτερά. Ένα ρίγος με διαπέρασε την ώρα που το πλησίαζα. Όταν έφτασα σε αρκετή κοντινή απόσταση κατάφερα να διαβάσω την επιγραφή. Και για να είμαι ειλικρινής με ξάφνιασε ευχάριστα, αν και δεν γνώριζα την ύπαρξη του.

Εδώ αναπαύεται εν Ειρήνη
Ο Άσερ Φέϊτερ ετών 20
Πολυαγαπημένος μαθητής και αδερφός

Ένιωσα τα μάτια μου να βουρκώνουν και τα πόδια μου να τρέμουν. Δίχως να το σκεφτώ, γονάτισα στην άγονη γη και αγκάλιασα τον τάφο. Τα μάγουλα μου έγιναν υγρά από το κλάμα ενώ η ανάσα μου ίσα που υπήρχε. Αν και ήξερα πως ήταν άδειος, με συγκινούσε το γεγονός πως υπήρχε κάτι που τίμουσε την ύπαρξη του. Ξάφνου ένα χέρι ακούμπησε το μπράτσο μου καθησυχαστικά, κάνοντας με να πεταχτώ. Σηκώθηκα επάνω και έστρεψα την προσοχή μου προς το άτομο που με ακούμπησε. Τότε βρήκα τον Τρίσταν να στέκεται και να με κοιτάζει συμπονετικά.

Χάβεργκορτ: Οι ψίθυροι του παρελθόντοςWhere stories live. Discover now