Κεφάλαιο είκοσι ⚰️

62 5 3
                                    

«Νιώθω πως θα κερδίσουμε ακόμη και αν τώρα φαντάζει αδύνατο» - Λία Τσέλεστερ

                                   ~ • ~

Τσίριξα τόσο δυνατά που η φωνή μου ήχησε σε όλο το σχολείο και το περίγυρο του. Ήταν μια τσιρίδα αγανάκτησης, στεναχώριας και απόγνωσης. Τα πιο αγαπητά πρόσωπα έφευγαν από την ζωή το ένα μετά το άλλο. Ο Σίριους εκτός από ανθρώπους χτυπούσε και συναίσθημα. Χτυπούσε εκεί που ήξερε ότι θα πονάει.

Μετά την δικιά μου τσιρίδα ακολούθησε άλλη μια, εξίσου τσιριχτή και ξαφνιασμένη. Προερχόταν από την Λία η οποία στέκονταν ακριβώς πίσω από τον Άσερ. Είχε γίνει κάτασπρη σαν το πανί ενώ το σώμα της έτρεμε από την αναστάτωση. Ο Άσερ από την άλλη είχε απλά παγώσει. Δεν μιλούσε, δε κουνιόταν, παρά μονάχα ανοιγόκλεινε βλέφαρα σαν να προσπαθούσε να ξυπνήσει από κάποιον εφιάλτη.

Μέσα σε λίγα λεπτά ξεχύθηκαν στο χώρο ο Ρόμπερτ με τον Τρίσταν. Ο Τρίσταν έσυρε την Λία έξω από το δωμάτιο ενώ ο Ρόμπερτ πλησίασε το άψυχο σώμα του Ρικ. Με μια κίνηση τέντωσε το χέρι του και τράβηξε προσεχτικά το βέλος έξω. Δυστυχώς όμως έβαλε περισσότερο δύναμη από όσο θα έπρεπε με αποτέλεσμα να πεταχτεί αίμα μαζί με μερικά κομμάτια σάρκας πάνω μας.

Όταν ένιωσα τα κομμάτια του δέρματος σε συνδυασμό με τα αίματα πάνω μου, ούρλιαξα σε βαθμό που κάποιος θα νόμιζε πως είδα φάντασμα. Τότε ο Τρίσταν επέστρεψε στο χώρο και με σήκωσε στα χέρια του, γνωρίζοντας καλά πως με έπιασε κρίση πανικού. Έτρεξε προς την κουζίνα και με αργές κινήσεις με τοποθέτησε πάνω στο πάγκο.

Στην συνέχεια, έβρεξε μια πετσέτα και άρχισε να τρίβει απαλά τους λεκέδες. Καθώς το έκανε αυτό τραγουδούσε ένα τραγουδάκι. Ένα τραγουδάκι υπερβολικά γνώριμο για εμένα.

«Και αν κάποια στιγμή φοβηθείς μέσα στην μοναξιά σου, ακολούθησε τα βήματα της τρελής καρδιάς σου. Ο δρόμος θα σε φέρει στα μεγάλα μυστικά μου κι θα νιώσεις πως είμαι ακόμα μαζί σου γλυκιά μου. Και αν το δάσος είναι σκοτεινό, μην φοβάσαι, το φως πάντα κάπου φέγγει και για σένα μόνο θα ναι. Και σαν περάσεις τα δέντρα και νιώσεις την χροιά μου θα βρεθείς εκεί που στέριωσε η χαρά μου» μουρμούρισε ρυθμικά και ξάφνου μια ανάμνηση έσκασε στο μυαλό μου

«Μαμά..μαμά» κλαψούρισα καθώς έτρεξα στο δωμάτιο των γονιών μου

Έσπρωξα την πόρτα και μπήκα μέσα, με στόχο την μητέρα μου. Με μια κίνηση έπεσα πάνω της και τύλιξα τα χέρια μου σφιχτά γύρω από την γάμπα της. Εκείνη ανήσυχη από την συμπεριφορά μου, με έπιασε από τα πλευρά και με σήκωσε ψηλά, παίρνοντας με στην αγκαλιά της.

Χάβεργκορτ: Οι ψίθυροι του παρελθόντοςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora