Νοσταλγία

295 17 2
                                    

   Η Αναστασία σηκώθηκε από τον καναπέ εκνευρισμένη και με τους δύο άντρες της ζωής της. Και οι δύο την κατηγορούσαν για κάτι που είχε γίνει ένα μήνα πριν. Κοίταξε για άλλη μία φορά το σφραγισμένο γράμμα δίπλα στο κομοδίνο της. Όχι! Δεν θα της έκανε το χατήρι να το ανοίξει. Το έβαλε μέσα στο συρτάρι κοπανώντας το, φόρεσε τα αθλητικά της ρούχα και έφυγε από το σπίτι.

   «Μπαμπά» ακούστηκε διστακτική η φωνή του Νίκου από τη μισάνοιχτη πόρτα
«Τι είναι αγόρι μου;»
«Λες να καταφέρει να ξαναγυρίσει;» τα καστανά μάτια του νεαρού αγοριού φαινόταν σκοτεινά από τις μαύρες σκέψεις που έκανε τόσες ώρες.
«Έλα κάτσε εδώ» τον προσκάλεσε ο Μάρκος κοντά του, τον αγκάλιασε από τους ώμους «δεν ξέρω παλικάρι μου, δεν μπορώ να φανταστώ πως είναι η ζωή εκεί κάτω. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρει ή αν είναι ακόμη ζωντανή. Το μόνο που ξέρω είναι ότι θα προσπαθήσει να γυρίσει, για σένα.»
«Μου λείπει μπαμπά, μου λείπει πολύ»
«Το ξέρω αγόρι μου» ο Νίκος κρύφτηκε στην αγκαλιά του πατέρα που τον κρατούσε σφιχτά για να τον ηρεμήσει. Η κεντρική πόρτα του σπιτιού άνοιξε και η Αναστασία εισέβαλε μέσα με ταχύτητα. Κοίταξε επιδοκιμαστηκά τους δύο άντρες και εξαφανίστηκε στο μπάνιο. Μισή ώρα αργότερα πατέρας και γιος έπαιζαν PlayStation αγνοώντας επιδεικτικά τη γυναίκα του σπιτιού.

    Μπαίνοντας στο δωμάτιο του Νίκου η Αναστασία ήρθε αντιμέτωπη με πλήθος φωτογραφιών. Όλες είχαν τα ίδια πρόσωπα ο Νίκος, εκείνη, η Άρτεμις και σε κάποιες και ο Μάρκος. Φωτογραφίες γενεθλίων, διασκέδασης, εορτών και ασχέτων στιγμών. Χάιδεψε με αγάπη τα αγαπημένα της πρόσωπα αναπολώντας τις όμορφες μέρες που είχαν περάσει ανεπιστρεπτί. Πλέον ήταν μόνη της εναντίον όλων, όμως δεν θα έκανε πίσω πίστευε πως είχε δίκιο και δεν εγκατέλειπε τις αποφάσεις της. Τα καστανά μάτια της Άρτεμις την κάρφωναν μέσα από τις εικόνες, φαινόταν πάντοτε τόσο καθαρά, γεμάτα καλοσύνη και το γλυκό της χαμόγελο την έκανε ανέκαθεν να νιώθει ασφάλεια και σιγουριά απέναντι στη νεαρή κοπέλα. «Όλα ψεύτικα» μουρμούρισε ενώ πετούσε τη φωτογραφία κάτω.

Είχε πλέον νυχτώσει και το σπίτι της φαινόταν άδειο. Οι δύο άντρες θα έλλειπαν για αρκετές ώρες. Αποφάσισε να πιει κάτι για να χαλαρώσει μετά από την ένταση όλων αυτών των ημερών. Τα μάτια της έπεσαν στο ημερολόγιο 30 Απριλίου, η μέρα που την γνώρισε πριν αρκετά χρόνια. Τα μάτια της έτσουζαν από τα δάκρυα που απειλούσαν να κάνουν την εμφάνιση τους. Πήρε το γράμμα στα χέρια της και το χάιδεψε απαλά, σα να φοβόταν μην το τραυματίσει. Αγαπούσε την Άρτεμις, την αγαπούσε με όλη της την ψυχή. Δεν την έδιωξε γιατί παραβίασε τους κανόνες της αλλά γιατί ενδιαφερόταν για εκείνη. Πίστευε πως αν η πραγματικότητα τη χτυπούσε απότομα θα καταλάβαινε το λάθος της και θα επέστρεφε. Είχε περάσει όμως πάνω από ένας μήνας και ακόμη δεν είχε έρθει να της μιλήσει. Μόνο αυτό το χαζό γράμμα της είχε στείλει με το Μάρκο. Άφησε ξανά το γράμμα στο συρτάρι και τελείωσε το ποτό της. Δεν θα το άνοιγε ούτε απόψε. Αν είχε κάτι να της πει ας της το έλεγε με λόγια όχι σε ένα κομμάτι χαρτί.

Έρωτας στον πόλεμοWhere stories live. Discover now