Την επόμενη μέρα ο Hoffer ζήτησε την Άρτεμις στο γραφείο του και της ανακοίνωσε πως εκείνη θα παρέδιδε τα πράγματα του Άρθουρ στην οικογένεια του. Θα έπαιρνε ακόμη ένα άτομο μαζί της και φυσικά από όλους ο διοικητής της είχε επιλέξει τη Mac. Επιπλέον της είχε δώσει και μερικές μέρες άδεια ώστε να επισκεφτεί τους δικούς της, όταν εκείνη έφερε αντίρρηση ο μεγαλύτερος άνδρας παραξενεύτηκε αλλά της δήλωσε πως δε θα μπορούσε να επιστρέψει νωρίτερα έτσι κι αλλιώς.Η διαδρομή από τη βάση ως την Καλιφόρνια διήρκησε σχεδόν δύο μέρες και με πολλές αλλαγές πτήσεων. Μίλησαν αρκετά και για διάφορα θέματα, τίποτα ουσιαστικό όμως. Είχαν έρθει λίγο πιο κοντά αλλά συνέχιζαν να κρατάνε σωματικές αποστάσεις. Στη μεγαλύτερη πτήση η Mac αποκοιμήθηκε στον ώμο της Άρτεμις χωρίς να το καταλάβει. Κατά τη διαδικασία φορούσαν και οι δύο τις στολές τους οπότε ξεχώριζαν μέσα στα πλήθη. Η Άρτεμις έκλαψε σιωπηλά στην ταφή του φίλου της, τον ευχαρίστησε που ήταν πάντοτε δίπλα της και τον αποχαιρέτησε με τις καλύτερες τιμές.
Εφόσον ταξίδευαν μαζί η άδεια τους είχε μοιραστεί στα δύο. Τις μισές μέρες θα τις περνούσαν στο Long Island και τις υπόλοιπες στην Ελλάδα. Η Άρτεμις δεν ήταν ακόμη σίγουρη αν θα πήγαινε να δει οποιονδήποτε από τους δικούς της. Ήθελε να επισκεφτεί το Νίκο αλλά δεν είχε το δικαίωμα να ταράξει τη ζωή του για μερικές μέρες και μετά πάλι να του πει πως φεύγει. Εξ' άλλου δεν θα έμεναν πάνω από τρεις μέρες εκεί.
Στη Νέα Υόρκη οι δρόμοι των δύο κοριτσιών ήταν εντελώς χωριστοί. Δεν διασταυρωνόταν παραμόνο στο ξενοδοχείο κι αυτό ελάχιστα. Δυστυχώς για την Άρτεμις τα πράγματα στη Θεσσαλονίκη ήταν το ακριβώς αντίθετο. Η μικρότερη κοπέλα δεν γνώριζε τη γλώσσα, μπερδευόταν συνεχώς και κατάφερε να χαθεί στην προσπάθεια να βγει από το αεροδρόμιο. Έτσι αποφάσισε να μην φεύγει λεπτό από το πλευρό της αξιωματικού. Και σαν επιπλέον κακή της τύχη στο ξενοδοχείο είχαν κοινό δωμάτιο. Αυτό τη δυσκόλευε κατά πολύ στο να ελέγξει τις σκέψεις της.
Την επομένη της προσγείωσης στη γενέτειρα της η Άρτεμις ανακοίνωσε στη Mac πως θα έβγαινε και θα επέστρεφε αργότερα αφήνοντας στην μόνη στο ξενοδοχείο. Επισκέφθηκε το παλιό της στρατόπεδο, μίλησε με τον τελευταίο της διοικητή ο οποίος χάρηκε πολύ που την είδε. Μίλησαν για τη ζωή κάτω και πολλά άλλα θέματα, την καμάρωσε στην επίσημη στολή της και θαύμασε τα παράσημα της. Η προστατευόμενη του μετά από τρία χρόνια στα ξένα όχι μόνο είχε καταφέρει να επιβιώσει κάτω από αντίξοες συνθήκες αλλά είχε κερδίσει σεβασμό και βαθμό. Τη ρώτησε πότε σκεφτόταν να επιστρέψει όμως δεν του άρεσε καθόλου η απάντηση που πήρε, προσπάθησε να τη λογικέψει. Τίποτα. Στο τέλος τα παράτησε πιστεύοντας πως η κοπέλα ήξερε καλύτερα πιο ήταν το καλό της. Φεύγοντας από το στρατόπεδο μπήκε σε ένα ταξί ώστε να επιστρέψει στο ξενοδοχείο, είχε αφήσει αρκετές ώρες τη Mac μόνη της και ήξερε πως δεν ήταν σωστό. Θα την πήγαινε για φαγητό σε ένα από τα αγαπημένα της μέρη. Όμως οι οδηγίες που έδωσε ήταν διαφορετικές.
Κόντευε 5.00 το απόγευμα και η ίδια βρισκόταν έξω από ένα αγαπημένο της κτήριο. Στηριζόταν στο ένα πόδι καθώς το άλλο όπως και το σώμα της ακουμπούσαν σε ένα τοίχο. Κοίτουσε απέναντι μέσα σε μια τζαμαρία και έβλεπε μικρά παιδιά να κάνουν προπόνηση. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έβαλε ένα τσιγάρο στο στόμα της. Δεν θα έμπαινε μέσα το είχε αποφασίσει προ πολλού αλλά είχε ανάγκη να δει τους δικούς της ανθρώπους έστω κι αν εκείνοι δεν το ήξεραν. Τελείωσε ένα, δύο, τρία τσιγάρα κάποια στιγμή έχασε το μέτρημα. Η θέση της ήταν ακριβώς ίδια, ένα κόκκινο αυτοκίνητο πέρασε από μπροστά της και πάρκαρε λίγο πιο πέρα. Από μέσα κατέβηκε μία γυναίκα με καστανά μαλλιά λίγο πάνω από τα 40. Κοιτάχτηκαν μόνο για μια στιγμή καμία από τις δυο τους δεν μίλησε, ούτε πλησίασε. Ήταν σα να είχε παγώσει ο χρόνος σε εκείνο ακριβώς το δευτερόλεπτο. Η Άρτεμις πήρε αργά το τσιγάρο από το στόμα της και το πέταξε κάτω. Κατέβασε το πόδι της από τον τοίχο και το πάτησε. Ήξερε πολύ καλά πως η Αναστασία σιχαινόταν αυτή τη συνήθεια. Ίσιωσε το σώμα της και έψαξε τα μάτια της όμως η άλλη γυναίκα είχε ήδη γυρίσει την πλάτη της και απομακρυνόταν προς το εσωτερικό του χώρου. Έκανε να τη φωνάξει να της μιλήσει, ήθελε να τρέξει κοντά της, να την αγκαλιάσει αλλά σταμάτησε τον εαυτό της από όλα τα παραπάνω. Δεν υπήρχε λόγος, ούτε νόημα φυσικά εφόσον δεν νοιαζόταν κι εκείνη. Είδε τη βαριά πόρτα να κλείνει χωρίζοντας τες για τα καλά. Αυτό που δεν είδε όμως ήταν τα δακρυσμένα μάτια της Αναστασίας. Το ξέσπασμα που είχε στα αποδυτήρια κλαίγοντας γοερά. Τα χέρια της να χτυπούν τους τοίχους από τον πόνο. Να γονατίζει ευχαριστώντας το Θεό που το κοριτσάκι της ήταν καλά. Ήταν τόσο όμορφη με τη στολή της, είχε μεγαλώσει, δεν την είχε δει για κοντά τρία χρόνια, της είχε λείψει τόσο πολύ που καρδιά της πονούσε.
DU LIEST GERADE
Έρωτας στον πόλεμο
RomantikΜία νεαρή αξιωματικός του ελληνικού στρατού μετά την απάρνηση της από μέλος της οικογένειας της αποφασίζει να υπηρετήσει σε εμπόλεμη ζώνη της ανατολής. Εκεί θα γνωρίσει για δεύτερη φορά τον έρωτα όμως θα προσπαθήσει να τον αγνοείσει λόγο του τέλους...