Φροντίδα

339 17 2
                                    


Την έβαλε να καθίσει απαλά σε μία καρέκλα γονατίζοντας μπροστά της. Η Mac ξέσπασε σε κλάματα κρύβοντας το πρόσωπο της στα χέρια της. Η Άρτεμις ήταν πολύ κακή στις κοινωνικές δεξιότητες, δεν ήξερε τι να κάνει για να την ηρεμίσει. Επιπλέον μόλις είχε δεχτεί μία "επίθεση" που παραβίαζε την ιδιωτικότητα της, οποιαδήποτε απότομη κίνηση θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στην ψυχολογία της. Τη χάιδεψε απαλά στο γόνατο  χωρίς όμως πολλές κινήσεις για να μην την τρομάξει. Η μικρότερη κοπέλα σήκωσε τα μάτια και την κοίταξε μόνο για μια στιγμή, μετά χάθηκε στην αγκαλιά της χώνοντας το κεφάλι της στη βάση του λαιμού της αξιωματικού. Η Άρτεμις στην αρχή έμεινε ακίνητη από το σοκ μετά όμως χάιδεψε τα μαλλιά της ψιθυρίζοντας στο αφτί της πως ήταν ασφαλής. Την κράτησε για αρκετή ώρα ώσπου να ηρεμίσει. Όταν απομακρύνθηκαν η Άρτεμις τη ρώτησε πως αισθανόταν αλλά η απάντηση που πήρε ότι ήταν καλά δεν την ικανοποίησε. «Φοβήθηκες πολύ;» η Mac άρχισε πάλι να κλαίει βουβά «σουουου ηρέμισε κοριτσάκι μου. Είσαι ασφαλής. Δε θα αφήσω κανέναν να σε πειράξει» σκούπισε τα δάκρυα που κυλούσαν με τους αντίχειρες της χαϊδεύοντας παράλληλα τα μάγουλα της. Η Mac έγειρε το κεφάλι της προς την παλάμη της Άρτεμις θέλοντας να νιώσει μεγαλύτερη ασφάλεια. «Ευχαριστώ...» η φωνή της ίσα που ακουγόταν. «Νιώθεις καλύτερα;» κούνησε το κεφάλι της καταφατικά αλλά η μεγαλύτερη κοπέλα και πάλι δεν πείστηκε «θέλεις να μείνεις εδώ απόψε;» τα λόγια της ξάφνιασαν ακόμη και την ίδια. Δεν είχε συνειδητοποιήσει τη σκέψη της μέχρι τη στιγμή που της το πρότεινε, αλλά η μικρή δεν ήταν σε θέση να μείνει μόνη της και ούτε η ίδια θα ησύχαζε αν δεν ήξερε σίγουρα πως ήταν καλά. «Όχι δεν πειράζει μη σας ενοχλώ» έσκυψε το κεφάλι της, ο πληθυντικός που άκουσε την έτσουξε. Είχαν φιληθεί δύο φορές και ακόμη της μιλούσε σε αυτό τον τόνο «Mac» έβαλε το χέρι της κάτω  από το πιγούνι της άλλης κοπέλας και το σήκωσε «κοίταξε με» τα γαλανά μάτια της ήταν ακόμη υγρά «θα μείνεις εδώ απόψε!» αυτή τη φορά δεν ήταν ερώτηση αλλά δήλωση. Σηκώθηκε και τέντωσε το χέρι της προς το ξανθό κορίτσι. Εκείνη δίστασε αλλά μετά από κάποια δευτερόλεπτα το έπιασε και την ακολούθησε. Την οδήγησε στο κρεβάτι και την έβαλε να καθίσει ξανά, πήγε στην πόρτα και την κλείδωσε από μέσα. Παρατήρησε ένα περίεργο ύφος στο πρόσωπο της Mac «Για να μην μπει κανείς και σε δει εδώ» εξήγησε, έπειτα πήγε στο ερμάριο διαλέγοντας άνετα ρούχα και της τα έδωσε «εγώ θα κοιμηθώ στο πάτωμα» δεν ήθελε για κανένα λόγο να την κάνει να νιώσει άβολα μετά την περιπέτεια της. Έτσι έβγαλε το στρατιωτικό υπνόσακο και τον έστρωσε κάτω.

Αρκετή ώρα μετά η Mac αποκοιμήθηκε, έτσι αποφάσισε να πάει στο διπλανό χώρο για ένα τσιγάρο. Σκεφτόταν τη σκηνή στο διάδρομο, αν την είχε πειράξει ήταν ικανή να τον σκοτώσει με τα ίδια της τα χέρια. Κούνησε το κεφάλι της αργά ώστε να φύγει αυτή η ιδέα από το μυαλό της φυσώντας τον καπνό με τον ίδιο ρυθμό. Ότι απόφαση είχε πάρει εκείνο το διάστημα που ήταν χώρια δεν υπήρχε πλέον. Το μόνο που ήθελε ήταν να την έχει αγκαλιά και να την κρατάει ασφαλή. Ένιωσε κάτι περίεργο, γύρισε το βλέμμα της προς την πόρτα και την είδε να στέκεται εκεί «Mac! Όλα καλά;» εκείνη κούνησε το κεφάλι της αρνητικά «δεν μπορείς να κοιμηθείς;» ίδια απάντηση «θες να έρθω μέσα;» αυτή τη φορά καταφατική κίνηση. Αμέσως έσβησε το τσιγάρο και σηκώθηκε από το ξύλινο γραφείο «πάμε...» η Mac κάθισε στο κρεβάτι ενώ η Άρτεμις πήγε να ξαπλώσει στον υπνόσακο «Ταγματάρχα;» η φωνή της ήταν αδύναμη «Mac μπορείς να χρησιμοποιείς το όνομα μου» τη διέκοψε «Άρτεμις... μπορώ να σου ζητήσω... μία χάρη;»
«Πες μου»
«Μπορείς να ξαπλώσεις μαζί μου... στο κρεβάτι;»
«Θα νιώσεις καλύτερα;» η νεαρή κοπέλα κούνησε το κεφάλι της καταφατικά «εντάξει». Η Άρτεμις ξάπλωσε και πήρε στα χέρια της τη μικρότερη γυναίκα. Το κεφάλι της Mac ήταν ακουμπισμένο στο στήθος της άλλης ακούγοντας το χτύπο της καρδιάς της. Σύντομα τις είχε πάρει ο ύπνος και τις δύο.

       Η Άρτεμις ξύπνησε με ένα βάρος πάνω της, προσπάθησε να κουνηθεί αλλά ταλαντεύθηκε και η άλλη κοπέλα. Χαμογέλασε και έμεινε ακίνητη για να μην την ενοχλήσει. Ένιωσε ένα κύμα ευφορίας να την κατακλύζει. Τίποτε δεν είχε ταράξει τον ύπνο της εκείνο το βράδυ. Οι εφιάλτες δεν εμφανίστηκαν και οι τύψεις του τελευταίου καιρού είχαν κρυφτεί. Το μυαλό της δεν ταλανίστηκε ούτε με τη Δήμητρα, ούτε με την Αναστασία. Είχε κοιμηθεί ήρεμα για πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια. Κοίταξε το ρολόι της, σύντομα έπρεπε να ετοιμαστεί. Δυσανασχέτησε στην ιδέα ότι θα την άφηνε μόνη της αλλά... έπρεπε... Χάιδεψε τα μαλλιά της και τη φίλησε στο μέτωπο πριν σηκωθεί όσο πιο απαλά μπορούσε. Όταν άνοιξε τα μάτια της η Mac ήταν μόνη της στο σιδερένιο κρεβάτι. Δίπλα της υπήρχε ένα πλαστικό ποτήρι καφέ και ένα σημείωμα.

   "Συγγνώμη που έφυγα  έπρεπε να πάω σε βάρδια. Εύχομαι να νιώθεις καλύτερα. Ελπίζω ο καφές να είναι ζεστός όταν ξυπνήσεις. Η πόρτα είναι κλειδωμένη, υπάρχει κλειδί στο γραφείο. Σήμερα έχεις ελευθέρας από όλα. Ξεκουράσου. Να προσέχεις. Θα τα πούμε μετά... Καλημέρα...

                                                                   τ. Α.Κ."

Τεντώθηκε για να ξυπνήσει καλύτερα και ήπιε μια γουλιά καφέ, ήταν καταπληκτικός όπως ακριβώς τον έπινε. Στο πρόσωπο της σχηματίστηκε ένα χαμόγελο που απευθυνόταν μόνο στην Άρτεμις...

Έρωτας στον πόλεμοHikayelerin yaşadığı yer. Şimdi keşfedin