Το μυστικό όπλο

33 11 0
                                    

Ιζαμπέλας pov

Ξύπνησα γύρω στης 5 το απόγευμα. Τα παιδιά ήταν στο σαλόνι και έλεγαν ιστορίες από τότε που ήτανε μωρά .

Είμαι στην κουζίνα και φτιάχνω ένα καφέ να πιώ. Ακούω κάποιον να μπαίνει μέσα, γυρνάω , είναι ο Τζέικομπ.

" Καλησπέρα Τζέικ! " Αναφωνώ με μία δόση γλύκας στη φωνή μου

"Γειά σου παιδί μου. Είσαι καλά? " Μου λέει καθώς έρχεται κοντά μου

" Εχω υπάρξει και καλύτερα" Ομολογώ..

Τζέικομπ: ξέρεις.. Ήθελα να μιλήσουμε για κάτι..
Εγώ: πες μου τι είναι...
Πάει και κλείνει την πόρτα της κουζίνας
Τζέικ: Τον... Τον Άροου... Σκοπεύεις να τον σκοτώσεις?
Εγώ: ναι... Πρέπει αυτό το τέρας να πληρώσει για όλα..
Τζέικ : μπορώ να κάνω κάτι που θα σε διευκολύνει...
Εγώ: ε Μίλα ευλογημένε!
Ανοίγει ένα τουλάπι και βγάζει κάτι από μέσα
Τζέικ: αυτό εδώ είναι φτιαγμένο από ασημί... Εάν του το καρφώσεις... Απλά θα πληγωθεί... Αν όμως είναι ποτισμένο με το αίμα σου... Θα το σκοτώσει μια και καλή.
Εγώ: όταν λες ποτισμένο με το αίμα μου?
Τζέικ : πρέπει να κάνεις μια πληγή και να τρέξει αίμα. Αυτό το αίμα θα το βάλω πάνω στο μαχαίρι.
Εγώ: ωραία ας το κάνουμε τότε!

Αρπάζω μια πετσέτα και την βάζω στο στόμα μου έτσι ώστε να μην ακουστεί κάποιο ουρλιαχτό. Σηκώνω το μανίκι μου παίρνω το μαχαίρι και σκίζω το χέρι μου. Ο πόνος είναι οξύς. Ο Τζέικομπ αμέσως φέρνει γάζες και πενταντιν για να το περιποιηθεί.

" Τέλεια. Το βάζω εδώ πέρα πριν φύγουμε το βράδυ ελα να το πάρεις"
Μου λέει καθώς τοποθετεί το μαχαίρι μέσα στο ντουλάπι.

" Εντάξει Τζέικ " Του λέω και πινω μια γουλια από τον καφέ.

" Ελα πάμε έξω τώρα " Ανοίγει την πόρτα

" Έρχομαι σε μισό λεπτό " Του λέω

Μόλις πάω να βάλω λίγο νερό νιώθω ένα κάψιμο στο στήθος και η καρδιά μου σφιγγεται στηρίζομαι στον πάγκο για να μην πέσω κάτω. Το νιώθω... Κάτι θα γίνει σήμερα... Αυτό το προαίσθημα με βασάνιζε όλη τη νύχτα... Ευελπιστώ μόνο να έχει να κάνει με μένα... Και να μην πάθει κανένας άλλος κακό.

Πάω έξω και αρχίζω να τους πειράζω όλους. Άλλους τους γαργαλαω άλλους τους κοροϊδεύω. Είχα ανάγκη να το κάνω χωρίς να ξέρω το λόγο. Είχα ανάγκη να τους δω να γελάνε.

Η ώρα πέρασε ευχάριστα! Ήρθε η στιγμή να ετοιμαστούμε και να δώσουμε ένα τέλος σε αυτήν την παρωδία. Ο Τζέικ μας δίνει έναν εξοπλισμό με ιμάντες για να κρεμασουμε όσα χρειαζόμαστε. Λίγο πριν φύγουμε από το σπίτι πάω στην κουζίνα και παίρνω το μαχαίρι. Το βάζω πίσω στη μέση μου και φεύγω. Βλέπω την Χάνα να κρατάει μια Βαλίστρα
Εγώ :θα ρίξεις εσυ με την βαλίστρα?
Χάνα: ναι ρε είμαι άσος στο σημάδι παίζω βελάκια σπίτι μου

Φτάνουμε στο ξέφωτο. Η μάνα μου και ο Τζέικομπ κρατάνε όπλα, τα αγόρια μεταμορφώνονται και τα κορίτσια είναι έτοιμα να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.

" Είσαι έτοιμη? " Ακουω την φωνή του Ντέρεκ.

"Οχι... " Του απαντάω και τον πλησιάζω. Του πιάνω το πρόσωπο και ενώνω τα χείλη μας " Τώρα είμαι " Λέω και χαμογελάει

Παρατηρούμε τον χώρο όταν τους βλέπουμε να είναι απεναντι μας.

" Ωωω οικογενειακό ριγιούνιον! " Ακουω την φωνή του μπάσταρδου πατέρα μου. " Τι κρίμα που δεν είναι εδώ και ο Ίαν να του πω μια καλησπερα "

" Έννοια σου μπαμπακα! Σε λίγο θα τα πείτε face to face " Του απαντάω με τόση ηρωνεία και τόση αυτοπεποίθηση που το ευχαριστιέται η ψυχή μου.

" Δεν έπρεπε να έχεις μεγαλώσει ποτέ, έπρεπε να σε είχα σκοτώσει στο μαιευτήριο. Ένα λάθος είσαι με ακους? "

" Το μόνο λάθος εδώ πέρα είσαι εσύ " Πετάγεται ο Ντέρεκ " Αλλά σήμερα θα το διορθώσουμε " Λέει και βγάζει τους αστραφτερούς κυνόδοντες του, το ίδιο κάνουν και οι άλλοι.

Μαζί του είναι ο Κρις και ο Θορεν. Άλλα μπασταρδεμένα από εκεί. Οι μεταλλαγμένοι και εγώ είμαστε μπροστά ενώ οι υπόλοιποι είναι κρυμμένοι πίσω από τα δέντρα στοχεύοντας τους με τα όπλα.

Μόλις ο Άροου αλλάζει και βρυχάται τον ακολουθούν και τα δυό πιστά σκυλάκια του. Εγώ κλείνω στιγμιαία τα μάτια μου, τους δίνω αυτό το φλογερό χρώμα, νιώθω όλο το σώμα μου να βράζει και χαμογελάω. Ήρθε η ώρα. Ξεκινάει η μάχη

The MoonlightTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang