Η κηδεία και η αποκάλυψη

51 14 0
                                    

Το μυαλό μου ακόμη δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει όλα αυτά που συνέβησαν εχθές. Η Μπεθανι και η Χάνα δεν απαντάνε ούτε στα τηλέφωνα ούτε στα μυνήματα. Έχουν περάσει τρείς μέρες από το πάρτυ και σήμερα είναι η μέρα της κηδείας... Της κηδείας των δύο καλύτερών μου φίλων... που πέθαναν τόσο άδικα και ο ένοχος δεν έχει τιμωρηθεί ακόμα.
Έδωσα μια υπόσχεση... Και θα την κρατήσω... Θα βρω ποιος το έκανε αυτό.. Ποιος ευθύνεται για τον θάνατο του αδερφού μου και των φίλων μου... Οι ψυχές σας θα Λυτρωθούν. Ακόμα και αν αυτό σημαίνει να θυσιάσω την δική μου!

Τις τελευταίες τρεις μερες έχω κοιμηθεί μόνο 5 ώρες. Ο ύπνος μου στοιχιώνεται από εφιάλτες. Βλέπω συνέχεια το δάσος, τις σκιές, τον Λουκ και τον Τάιλερ αιμόφυρτους κάτω στο έδαφος... Στο μυαλό μου μία λέξη κυριαρχεί... Ένα καταραμένο " Γιατί " . Γιατί να σκοτώσουν τον αδερφό μου και μετά από 7 ολόκληρα χρόνια τους φίλους μου?
Γιατί να εισβάλλουν στο σπίτι των Μπάντζι και να απαγάγουν την Ολίβια?
Γιατί την Ολίβια?...

Η ώρα κοντεύει 15:00 το μεσημέρι. Εχω ξεκινήσει και πάω προς το νεκροταφείο για να πω το τελευταίο αντίο στους αγαπημένους μου φίλους που με την πάροδο των χρόνων μου στάθηκαν σαν αδέρφια. Φτάνω στην εξώπορτα... Βλέπω κόσμο μαζεμένο, στολισμένο στα μαύρα... Η ατμόσφαιρα είναι γεμάτη πόνο και θλίψη ενώ στα πρόσωπα των ανθρώπων τα δάκρυα κυλούν ασταμάτητα. Τα πόδια μου αρνούνται τα προχωρήσουν. Τα μάτια μου έχουν θολώσει από αυτό το αλμυρό υγρό που βγάζουν κάθε φορά που κάποιος πονα η Χαίροται υπερβολικά... Δεν αντέχω να πάω εκεί πέρα... Το σώμα μου κοντεύει να ανατιναχτεί από τον πόνο, την θλίψη και την δίψα μου για εκδίκηση! Αυτή η δαιμονισμένη δίψα που μου καίει τα σωθικά τρία μερόνυχτα τώρα. Αποφασίζω να πάω από την πάνω μεριά του νεκροταφείου. Κρύβομαι πίσω από κάποια δέντρα και γονατίζω μη μπορώντας να κρατήσω άλλο τα πόδια μου όρθια. Τα βλέπω όλα από εδώ πέρα. Η καρδιά μου όμως σπάει σε χίλια κομμάτια μόλις βλέπω τη μαμά του Τάιλερ και τη μαμά του Λουκ να πέφτουν πάνω στο σκεπασμένο με χώμα φέρετρο των παιδιών τους.

Λίγο αργότερα εμφανίζονται και τα κορίτσια. Πάω προς το μέρος τους και με κομμένη την ανάσα Κατευθυνόμαστε προς το φέρετρο. Τους έχουν θάψει μαζί. Αφήνουμε μερικά λευκά τριαντάφυλλο και μερικά δάκρυα να ποτίσουν το χώμα που τους σκεπάζει. Η ταφόπλακα τους είχε πάνω χαραγμένο ένα στιχάκι
" Μαζί στη ζωή, μαζί και στο θάνατο "

Μετά την κηδεία δεν μπορούσα να συνέλθω... Ξεκίνησα αμέσως να ψάχνω πληροφορίες στο ίντερνετ, σε βίβλους, σε παλιές εφημερίδες, σε βιβλία για μύθους όπου μπορούσα να βρω κάποιο στοιχείο για το Σύμβολο " Χ " . Την έρευνα μου σταματάει όμως ο ήχος του κουδουνιού. " Πφφ ποιός είναι τώρα? " λέω καθώς κατευθύνομαι προς την πόρτα. Μόλις την ανοίγω μένω έκπληκτη ! " Ντέρεκ? "
" Γεια.. Είσαι καλά? " Με ρωτάει με μια φωνή γεμάτη ενδιαφέρον. " Τώρα.. Αν σου έλεγα ναι... Θα σου έλεγα ψέματα..." Ομολογώ. " Ελα πέρασε " Του λέω και ανοίγω την πόρτα διάπλατα " Ευχαριστώ "
Ντέρεκ: Λοιπόν πως είσαι?
Εγώ : χάλια... Προσπαθώ να δώσω σε όλα μια εξήγηση... Αλλά βρίσκω πάτο..
Ντέρεκ: και ξεκίνησες να ψάχνεις για το σύμβολο?
Εγώ : από κάπου έπρεπε να αρχίσω
Ντέρεκ: Ιζι πιστεύεις στις ιστορίες της πόλης μας ?
Εγώ : αναφέρεσαι σε βαμπίρ και τέτοια?
Ντέρεκ: αααχα
Εγω : εελα μωρε αυτά είναι βλακείες. Άνθρωποι παγάκια με μεγάλους κυνόδοντες και δέρμα που λάμπει στον ήλιο να τρέφονται με αίμα. Ή άνθρωποι με κοφτερά δόντια, αδιανόητη δύναμη και νυχιά μεγαλύτερα από της Μπεθανι.
Ντέρεκ: με εμπιστεύεσαι?
Εγώ : που κολλάει τώρα αυτό?
Ντέρεκ: με εμπιστεύεσαι?
Εγώ : Ναι
Ντέρεκ : Ωραία. Ακολούθησεμε τότε
Μου λέει , πιάνει το χέρι μου και φεύγουμε από το σπίτι.
Ανεβαίνουμε στη μηχανή και ξεκινάμε να πάμε κάπου που δεν έχω ιδέα.

Φτάνουμε στη μέση του δάσους και μπροστά μας είναι μία σπηλιά. " Ντέρεκ θες να μου πεις τι γίνεται εδώ γιατί έχω αρχίσει να φρικάρω λίγο, πολυ , πάρα πολύ.. "
" Με εμπιστεύεσαι? " Μου λέει ξανά και απλώνει το χέρι του προς το μέρος μου. Κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά και του δίνω το δικό μου και εκείνος το κρατάει σφιχτά. Μπαίνουμε μέσα στη σπηλιά και προχωράμε... Στο βάθος είναι αναμμένη μια φωτιά και κοντά της βρίσκονται η Ολίβια με τον Ρίβεν.
Εγώ : ωραία τώρα μπορώ να μάθω τον λόγο που είμαστε εδώ?
Ολίβια : καλά λέει τι μας κουβαλήσατε μες τη ζουγκλα νυχτιάτικα?
Ρίβεν: κορίτσια το ξερω οτι έχετε πολλα ερωτήματα.. Κάντε λίγο υπομονή όμως να έρθουν και οι υπόλοιποι.
Κοιτάω τον Ντέρεκ και ξεφυσάω. Πάω κοντά στη φωτιά μιας και η νύχτα έξω είναι κρύα και η σπηλιά έχει πολύ υγρασία.
Εγώ : τουλάχιστον πείτε μας γιατί είμαστε σε σπηλιά...
Ντέρεκ : για ασφάλεια.. Εδώ δεν κινδυνεύουμε..
Εγώ : να Κινδυνεύσουμε από τι???
Ο Ντέρεκ έρχεται κοντά μου, γονατίζει, μου πιάνει τα χέρια και με ήρεμη φωνή μου λέει " Ξέρω ότι είσαι φορτισμένη.. Σήμερα θα μάθεις πράγματα που ίσως σε τρομοκρατήσουν... Αλλά να θυμάσαι ένα πράγμα.. Δεν θα αφήσω ποτέ και τίποτα να σου κάνει κακό... " Με κοιτάει στα μάτια " Δεν καταλαβαίνω.. " του απαντάω και τότε μπαίνουν μέσα ο Τζον, ο Πίτερ, η Λεξι, η Άσλεϊ, , η Μπεθ και η Χάνα... " Τώρα θα καταλάβεις " Μου λέει στο αυτί και απομακρύνεται.
Καθόμαστε όλοι γύρω από τη φωτιά και ο Ρίβεν ξεκινάει να μιλάει
Ρίβεν: λοιπόν κορίτσια... Το βράδυ του Σαββάτου.. Ζήσατε μια τρομακτική εμπειρία... Για την οποία έχουμε μια εξήγηση...
Μόλις το άκουσα αυτό πετάχτηκα πάνω
Εγώ : θες να μου πεις ότι ξέρεις ποιός τα έκανε όλα αυτά???
Πίτερ: δεν είναι "ποιός"... Είναι "τι"
Άσλεϊ: Τι εννοείς "τι"
Τζον : ζούμε σε μια πόλη γεμάτη μύθους.. Άλλους ψεύτικους... Και άλλους αληθινούς ...
Πίτερ: τα βαμπίρ υπήρχαν... Όπως και οι λυκάνθρωποι... Κάποτε ένα αρχέγονο βαμπίρ και μια λύκαινα έκαναν ένα παιδί... Γνωστό και ως υβρίδιο... Το DNA του βρικόλακα αναμίχθηκε με το DNA του λύκου. Με τα χρόνια όμως το DNA του λύκου υπερίσχυσε του βρικόλακα και έτσι δημιουργήθηκαν...
Εγώ : οι μεταλλαγμένοι...

The MoonlightDonde viven las historias. Descúbrelo ahora