‘’Παρακαλώ;’’ Επανέλαβα αλλά και πάλι δεν έλαβα απάντηση.
‘’Μπέλλου, Μπέλλι, Μπελ-Μπελ μου; ‘’ είπε και ξεκίνησε να γελάει.
Για μισό λεπτό..είναι μεθυσμένος; Τι στα κομμάτια;
‘’Γιάννη, έχεις πιει; ‘’ τον ρώτησα αν και γνώριζα ήδη την απάντηση.
Δεν μου απάντησε και ξεκίνησε να γελάει ξανά. Για ποιο λόγο να μέθυσε;
‘’Αν δεν μου απαντήσεις θα στο κλείσω.’’ Τον απείλησα.
Τότε σταμάτησε να χασκογελάει και μου είπε ότι βρίσκεται στο δασάκι με τους νερόμυλους και πως θέλει να πάω εκεί . Εκεί που φιληθήκατε για τελευταία φορά. Πρόσθεσε η ενοχλητική συνείδησή μου.
‘’Δεν θα έρθω.’’ Του απάντησα νευριασμένα .Τι νομίζει ότι είμαι το σκυλάκι του;
‘’Ρε μωρόόό μου , έλα θέλω να σε δω. ‘’ είπε και εγώ προσπάθησα να αγνοήσω τους χτύπους της καρδιάς μου στο τρόπο που με αποκάλεσε.
‘’Δεν . Πρόκειται . Το κατάλαβες ή θες να στο συλλαβίσω; ‘’ επέμεινα αλλά ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε από το τηλέφωνο.
‘’Τι-στο ; ‘’ – ‘’Μάλλον έπεσα στο χαντάκι.’’ Μου εξήγησε και εγώ ξεκίνησα να πανικοβάλλομαι. Αν χτύπησε από την πτώση; Αν χάσει τις αισθήσεις του;
‘’Κλείνω, έρχομαι.’’ Απάντησα και ορκίζομαι ότι τον άκουσα να λέει ‘Τέλεια’.
«Μαμά πάω στη Δέσποινα λέει ότι μου έχει μια έκπληξη. Αν όταν έρθω έχετε κοιμηθεί, τότε θα τα πούμε αύριο.» έγραψα πρόχειρα σε ένα χαρτί και το άφησα πάνω στον πάγκο της κουζίνας, ενώ ξαναφόρεσα όσο πιο γρήγορα μπορούσα την ζακέτα του Πάνου –τι; Είναι υπέροχη! Και σε εσάς θα άρεσε!- και πήρα το κινητό και τα κλειδιά από το ξύλινο τραπέζι.
Όσο πιο γρήγορα μπορούσα , ξεκίνησα να κατευθύνομαι προς τους νερόμυλους . Δεν άργησα και πολύ να φτάσω , -έτρεχα σαν τρελή- και είδα το Γιάννη να κάθεται ξαπλωμένος δίπλα από το χαντάκι.
‘’ Είσαι μαλάκας το ξέρεις; ‘’ του είπα.
Εκείνος γύρισε και με κοίταξε και ένα συνοφρύωμα είχε καλύψει το πρόσωπό του. Τα μάτια του ήταν κόκκινα και πρησμένα . Έκλαιγε-; Εγώ δεν είπα τίποτα και απλώς τον παρακολουθούσα καθώς προσπαθούσε – λίγο αποτυχημένα εξαιτίας της μέθης του- να έρθει προς το μέρος μου.
Τότε έκανε κάτι που πραγματικά δεν το περίμενα. Με αγκάλιασε και άφησε ελεύθερα τα δάκρυά του, να βρέξουν τον ώμο μου, αλλά ήταν το τελευταίο πράγμα που με ανησυχούσε.
Αυτό που με ενδιέφερε μονάχα, ήταν να παρηγορήσω το κακό αγόρι που έκλαιγε στην αγκαλιά μου. Ξεκίνησα να χαϊδεύω απαλά τον αυχένα του,-σε μία προσπάθεια να τον ηρεμήσω.
‘’Σσσσς. Είναι όλα εντάξει μην κλαις . Δεν μπορώ να σε βλέπω έτσι. ‘’ του ψιθύρισα.
Θεέ ακόμα και αν τον μισώ , δεν αντέχω να τον βλέπω έτσι. Νιώθω ότι πονάω και εγώ μαζί του. Έρωτας λέγεται αυτό. Μου υπενθύμισε η συνείδηση μου, αλλά εγώ της σήκωσα το μεσαίο μου δαχτυλάκι. (στο μυαλό μου πάντα.)
‘’Δεν είναι εντάξει.’’ Είπε και ένας λυγμός ξέφυγε –‘’ την χτύπησε, την χτύπησε πολύ άσχημα και τώρα έφυγε μας άφησε, με άφησε! ‘’ δήλωσε και το κράτημά του γύρω μου έγινε ακόμη πιο δυνατό.
Η καρδιά μου πονούσε για αυτόν, γιατί ήξερα ακριβώς για ποιο πράγμα μιλούσε. Ο πατέρας του Γιάννη ήταν στο παρελθόν αλκοολικός και εθισμένος στο τζόγο – τουλάχιστον αυτό είχα κρυφακούσει από τους γονείς μου- και υπήρχε μια φήμη που έλεγε πως ξυλοδαρμούσε όχι μόνο τη γυναίκα του αλλά και τα ίδια τα παιδιά του. Αυτό βέβαια το είχα μάθει πολύ καιρό πριν , αλλά δεν έδωσα καμία βάση επάνω στο ζήτημα γιατί δεν είχα γνωρίσει ούτε την οικογένεια Κρητικού ούτε και το Γιάννη.
Όμως δες με τώρα. Δύο τα μεσάνυχτα σε ένα δάσος παρέα με το μόνο άνθρωπο που μισώ σε ολόκληρη τη γη να κλαίει στην αγκαλιά μου. Ειρωνεία ε;
‘’Δεν σε άφησε Γιάννη, θα γυρίσει για εσάς είμαι σίγουρη , ξέρω ότι η κυρία Μαρία σε αγαπάει όσο τίποτα. ‘’ του εξήγησα αναφερόμενη στη μαμά του.
‘’ Δεν καταλαβαίνεις μας άφησε με αυτόν τον παλιό-μεθύστακα που το μόνο που τον απασχολεί είναι η δουλειά και το πώς θα ευχαριστεί τον εαυτό του . ‘’ μου απάντησε.
Επικράτησε σιωπή για λίγα λεπτά , και το μόνο που ακούγονταν πέρα από το σιγανό κλάμα του Γιάννη ήταν το τραγούδι των τζιτζικιών μαζί με το απαλό αεράκι.
Αποφάσισα όμως να σπάσω την σιωπή λέγοντάς του πως θα είμαι δίπλα του σε ότι χρειαστεί για όσο χρειαστεί. Πραγματικά το εννοώ αυτό. Ακόμα και αν είναι ο μεγαλύτερος μαλάκας στον κόσμο όλο , τολμώ να πω, πως μπορεί λιγάκι –λίγο μονάχα – να νοιάζομαι για αυτόν.
Δεν μου μίλησε , αλλά μόνο με κοίταξε και τα μάτια μας κλειδώθηκαν. Και μείναμε έτσι ο ένας να κοιτάει τον άλλον για αρκετή ώρα. Πρώτη φορά παρατηρώ ότι τα καφέ μάτια του πρασινίζουν λίγο, -μάλλον θα είναι ιδέα μου- αλλά θα ήταν ψέμα αν δεν παραδεχόμουν πως από όλα τα ζευγάρια μάτια σ’ ολόκληρο τον κόσμο τα δικά του είναι τα αγαπημένα μου.
‘’Σε ευχαριστώ.’’ Είπε και χάιδεψε το μάγουλό μου χωρίς όμως να χάσουμε την οπτική επαφή μας.
‘’Σςςςςς.’’ Του είπα. ‘’ Είμαι εδώ για σένα όμορφο κάθαρμα.’’
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~'
Με αγαπάτε; Με αγαπάτε. Δεύτερο κεφάλαιο σε ένα 24ώρο.
VOTE, COMMENT, FOLLOW LoL, Popy. X P.Sκάνω τυχαίες αφιερώσεις x
P.P.S να βάλω πρωταγωνίστρια τη Selena Gomez ή την Olivia Culpo. βοηθήστε με να διαλέξω κάστ
ВЫ ЧИТАЕТЕ
Όμορφη Καταστροφή.
Подростковая литератураΕίναι καλό το να ερωτεύεσαι.Αρκεί να βρεις έναν άνθρωπο που θα μπορούσες να πεις πως θα έδινες την ζωή σου για εκείνον. Τι συμβαίνει όμως όταν καταλήγεις να ερωτεύεσαι τον μόνο άνθρωπο που δεν πίστευες ποτέ;Μια ιστορία που θα σας κάνει να καταλάβετε...