Δευτέρα πρωί
Anna's pov
Δεν ξέρω που είμαι , με ποιόν είμαι , τι ώρα μέρα ή εβδομάδα . Από τότε που ήρθα εδώ έχω κλειστά μάτια και απλά ακούω συζητήσεις. Και μου δίνουν λίγο φαγητό.
"Βρε βρε βρε γεια σου πάλι" μου είπε η χαρακτηριστική φωνή που μου φέρνει φαγητό και νερό.
"Δεν πεινάω" είπε ξερά
" Δεν σε ρώτησα" μου είπε αυστηρά
"Βρε δεν πας να γαμηθείς ?" είπα και το μετάνιωσα όταν ένιωσα το χέρι του να προσγειώνετε πάνω στο μάγουλό μου, δεν αντέδρασα. Βλέπεις έχω μάθει να ελέγχω τα συναισθήματά μου και κυρίως τον πόνο μου.
"Πρώτον δεν θα μου μιλάς έτσι, δεύτερον θα φας" μου είπε με την βαριά αυτή φωνή του.
"Τι θα φάω?" ρώτησα αν και αλήθεια δεν πεινούσα , μου είχε κοπεί η όρεξη.
"Σουβλάκια κοτόπουλο" είπε
Και μου τα έδωσε στα χέρι. Άρχισα σιγά σιγά να τρώω μέχρι που έφαγα και τα 3 καλαμάκια κοτόπουλου.
"Ορίστε" είπα και του έδωσα τα ξυλάκια από αυτά
"Έχει κάμερες για αυτό σε χτύπησα και να ξέρεις δεν είμαι εδώ από την θέλησή μου" μου ψιθύρισε και με παραξένεψε αρκετά. Και μάλλον έφυγε γιατί άκουσα την χαρακτηριστική πόρτα να κλείνει.
Μετά από λίγο άνοιξε πάλι και εγώ αναστέναξα.
"Γεια σου Αννούλα" μου είπε μία φωνή που δεν είχα ξανά ακούσει τόσο καιρό αλλά κάτι μου θύμιζε
"Γειά" είπα άτονα
"Θέλεις να βγάλουμε το μαντιλάκι από τα ματάκια?" μου είπε και καλά μωρουδίστικα.
"Ναι" είπα
Μου έβγαλε το μαντήλι και αυτό που είδα με έκανε να φρίξω. Ήταν ο Παύλος.
Το δωμάτιο ήταν μία παλιά αποθήκη με εμένα σε μία καρέκλα δεμένη εκεί έτρωγα , εκεί έπινα και όταν ήθελα τουαλέτα με σήκωναν και κάπου που δεν ήξερα έκανα την ανάγκη μου. Εκεί κοιμόμουν κιόλας.
Εμένα αυτό το μέρος κάτι μου θυμίζει αλλά δεν ξέρω τι/
"Πας καθόλου καλά?" φώναξα
"Όχι όχι όχι μαγκιές εδώ μωρό μου εδώ κάνω εγώ κουμάντο" είπε και μου έδωσε μία σφαλιάρα στον λαιμό. Πάλι δεν αντέδρασα
"Γιατί με έφερες εδώ?" ρώτησα
"Εάν ήσουν πιο εύκολη δεν θα χρειαζόταν" είπε και μου τσίμπησε παιχνιδιάρικα το μάγουλό μου.