Κεφάλαιο 13ο

331 29 5
                                    

 Διώχνω νευρικά μια τούφα με τον αγκώνα μου που εδώ και ώρα πέφτει μπροστά από τα μάτια μου, ενώ παράλληλα συνεχίζω να κόβω τα πλυμένα φρούτα. Δεν έχω συναίσθηση του χώρου ή του χρόνου.Είμαι σκυμμένη και όσο μπορώ πιο συγκεντρωμένη στην δουλειά μου, όμως ο νους μου είναι ανήσυχος. Προσπαθεί να δώσει μόνος του εξηγήσεις στα ανηξήγητα. Πασχίζει να γεννήσει δικαιολογίες με κάθε τρόπο.

 Παίρνω μια βαθιά ανάσα. Δεν προσέχω τί κάνω πια με τα φρούτα που έχω μπροστά μου, όπως επίσης δεν ξέρω πως καταφέρνω να μην κοπώ. Τα φρούρα έχουν κοπεί σε άνισα κομμάτια και μεγεθή. Δεν με νοιάζει. Άρχιζω να αναλογίζομαι την κατάσταση με τα καινούργια δεδομένα, αυτή τη φορά πιο αργά. Αυτό που με κατατρομάζει ήταν η αντίδραση της Ηλέκτρας. Ο μορφασμός της φρίκης που είχε αποτυπωθεί στο πρόσωπό της όταν είδε την πόρτα να χάσκει ορθάνοιχτη, ήταν χειρότερος από την αντίδραση της Ιώς. Δεν μπορούσα να αλλάξω ανάμνηση, το φίλμ είχε κολλήσει στην έκφραση της. Καμιάς άλλης κοπέλας ο τρόμος δεν ήταν τόσο έντονος όσο εκείνης. Το πρόσωπό της ήταν διαρκώς μπροστά στα μάτια μου.

  <<Αλκυόνη.>> ψιθυρίζει μια φωνή πίσω μου. Απρόθυμα σχεδόν, σηκώνω το κεφάλι μου για ν' απαντήσω με το βλέμμα. Η σκέψεις μου έμειναν μετέωρες. Συγκεντρώθηκα στο πρόσωπο που είχα μπροστά μου πατώντας απότομα φρένο στις συζητήσεις μέσα στο κεφάλι μου. Ιώ.

 Μου είναι δύσκολο να διώξω αυτή τη ξαφνική θέρμη που πλημμυρίζει το σώμα μου έχοντας την μερικά εκατοστά μακριά μου. Η Ίω ευθύνεται που αντί να τρέχω ελευθέρη, κόβω τα αναθεματισμένα φρούτα για το πρωινό του Μεγαλιότατου! Νιώθω αυτή την παράξενη θέρμη να καταλαμβάνει κάθε σπιθαμή του προσώπου μου. Όχι, τη θέρμη που νιώθω όταν σκέφτομαι τον Δημήτρη, τρέχω να κάνω τον διαχωρισμό συχγυσμένη. Μιαν άλλη, μια διαφορετική θέρμη. Μια ζέστη που η δύναμη της πηγής της είναι ο θυμός κι η αγανάκτηση. Αμέσως εύχομαι να μην μπορεί να διακρίνει την ξαφνική φλόγα που με διακατέχει, ούτε να μπορέσει να διαβάσει τις σκέψεις που παίζουν αυτό το λεπτό μαζί μου. Άραγε έχω κοκκινήσει, αναρωτιέμαι όσο προσπαθώ να με ηρεμίσω.

 <<Πηγαίνε να καθίσεις στην τραπεζαρία. Οι άλλες είναι ήδη εκεί.>> μου λέει πάλι το ίδιο σιγανά. Το πρόσωπο της φαίνεται ήρεμο. Δεν με εξετάζει. Ο τόνος της είναι απαλός σαν χαίδεμα. 

 Προς μεγάλη μου έκπληξη, ρίχνω μια βιαστική ματιά στη μικρή κουζίνα μόνο και μόνο για να επιβεβαιώσω τα λόγια της. Ούτε που πρόσεξα πότε αποχώρισαν όλες τους. Δεν αντιλήφθηκα τον παραμικρό θόρυβο. Πότε έφυγαν;

Ο κήπος των καταραμένων λουλουδιών.Where stories live. Discover now