Κεφάλαιο 6ο

456 41 3
                                    

Δημήτρης.

 Τα αναφιλητά της Κατερίνας ηχούσαν δυνατά στο κεφάλι μου. Σκόρπιες εξηγήσεις και γεγονότα ήταν αναμειγμένα με κλάματα, παρακάλια και ουρλιαχτά. Όλα τα στόλιζε μια χροιά απόγνωσης. Για μια ατελειώτη στιγμή το μυαλό μου έμεινε κολλημμένο σε μια μπερδεμένη φράση της. "Η Εύα χάθηκε. Εξαφανίστηκε, δεν μπορώ να την βρω πουθενά."  ηχούσαν δυνατά παντού αυτές οι λέξεις. Μέσα στο κεφάλι μου. Μέσα στο χώρο. Στον δικό μου κόσμο ολόκληρο. Με δυσκολία κατάφερα να ανασυγκροτήσω τις σκέψεις μου. Δεν ήμουν σίγουρος αν το τηλεφώνημα ήταν στην ουσία αποκύημα της φαντασίας μου, ή παραισθήση λόγω των λιγοστών ωρών ύπνου. Χωρίς να χάσω περισσότερο χρόνο, φόρεσα ότι βρήκα εκείνη την στιγμή μπροστά μου και βρισκόμουν ήδη στο αυτοκίνητο. Το μαγαζί όπου διασκέδαζαν δεν απείχε πολύ. 

  Η Κατερίνα βρισκόταν σε κατάσταση υστερίας. Καθόταν έξω από το μαγαζί, σ'ένα παγκάκι απέναντι, και το βλέμμα της κοιτούσε στο κενό. Το πρόσωπό της ήταν μουτζουρωμένο από το μακιγιάζ της, ενώ από τα μάτια της τρέχαν συνεχώς δάκρυα. Δίπλα της στεκόταν ένα αγόρι που προσπαθούσε μάταια να την ησυχάσει, ένω πιο δίπλα μια άλλη κοπέλα μιλούσε διαρκώς στο κινητό της. Επικρατούσε μια ανησυχία στα βλέμματά τους,  αλλά τίποτα που να προοικονομεί τί πραγματικά συνέβαινε. Το βλέμμα μου έψαξε για εκείνη μήπως βρισκόταν κάπου ανάμεσα στους φίλους της. Όσα τα  δευτερόλεπτα περνούσαν κι εκείνη ήταν αφάντη,  τόσο περισσότερο ο φόβος φώλιαζε μέσα μου. Δεν ήταν όνειρο, δεν ήταν κάποιο κακόκουστο αστείο μεταξύ τους. 

 Η Κατερίνα βλέποντας με, να πλησιάζω πετάχτηκε όρθια σαν ελατήριο. Στο πρόσωπό της είχε χαρακτεί η ανησυχία. Σαν μια μάσκα που ήταν δύσκολο να βγάλει πια από πάνω της.  << Δημήτρη.>> είπε μαλακά κι η φωνή της έσπασε. Την έβλεπα που προσπαθούσε να κρατηθεί και να μην λυγίσει. << Δημήτρη, δεν ξέρω που πήγε. Δεν μπορώ να την βρω πουθενά.>>  είπε χαμηλόφωνα πριν ξεσπάσει σε κλάμματα. Ένιωσα την ανάσα μου να κόβεται, τα λόγια της με έκοψαν σαν λεπίδες. Προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου.

 <<Ηρέμησε Κατερίνα. Ηρέμησε. Πάρε μερικές ανάσες, ναι; >> της είπα μαλακά ένω το χέρι μου χάιδευε την πλάτη της. Σίγουρα η Εύα θα της είχε πει που θα πήγαινε αλλά εκείνη το ξέχασε. Εκείνη υπάκουσε αλλά τα δάκρυα της τώρα ήταν περισσότερα, κάλυπταν τα μάτια της και έπεφταν σαν παχιές σταγονές βροχής.  Αναρίγησα και συγκεντρώθηκα ξανά στο ταραγμένο κορίτσι που είχα μπροστά μου, προσπαθώντας να παραμερίσω τους φόβους μου.  <<Πες μου τι έγινε; Τι δουλειά έχετε εδώ; >>

 Σκούπισε με την ανάστροφη τα μάτια της. <<Είπαμε ψέμματα.>> είπε καθώς με κοίταζε κατάματα. <<Δεν θα ερχόταν ποτέ στο σπίτι μου, ούτε εγώ στο δικό σας. Είχαμε κανονίσει να πάμε στο πάρτι.>> καινούργια δάκρυα εμφανίστηκαν. <<Τέλος πάντων ήρθαμε, είμασταν μέσα για κάμποση ώρα και ύστερα θέλαμε τσιγάρα. Η Εύα είπε πως θα πήγαινε μόνη της. Το'ρκίζομαι, ηθέλα να πάω μαζί της. Το 'ρκίζομαι Δημήτρη.>>  έσκυψε το κεφάλι της ενώ ρουφούσε σαν παιδί την μύτη της. <<Δεν ξέρω τι έγινε, δεν γύρισε πότε πίσω.>>

 <<Την πήρα τόσες φορές τηλέφωνο, είναι κλειστό.>> διέκοψε κάποιος. Η φωνή άνηκε στο άλλο κορίτσι, πρώτη φορά την έβλεπα. 

 Ζάρωσα στην σκέψη καθώς οι φόβοι που έπαιρναν μορφή μπροστά στα μάτια μου. Έψαξα το κινητό μου για μια στιγμή και στη συνέχεια κάλεσα τον αριθμό της. Σε εκείνα τα πολύτιμα δευτερόλεπτα αναμονής συνειδητοποιήσα πως αυτή η τακτική δε μας βοηθούσε πλέον. Η καρδιά μου σφίχτηκε σαν κόμπος. <<Κατερίνα, σου είχε πει αν ήθελε να πάει κάπου μετά το πάρτι; Αν θα συναντούσε κάποιον;>>

 Κούνησε το κεφάλι της βίαια δεξία κι αριστερά, λέγοντάς μου παράλληλα πολλές φορές "όχι". Είχα αποφασίσει από την πρώτη στιγμή να μην ειδοποιήσω ακόμα την Μυρτώ για να μην ανησυχήσει άδικα. Πρώτα θα την έψαχνα εγώ. Ένιωσα τον πανικό μου να αυξάνεται ραγδαία όσα τα λεπτά περνούσαν. Μπήκα μέσα στο μαγαζί αρχίζοντας να ρωτάω για εκείνη δείχνοντας μια φωτογραφία όπου είμασταν μαζι. 

 Ένιωθα τον κλοιό να στενεύει γύρω μου. Ο πανικός με κατέκλυσε και για πρώτη φορά στην ζωή μου αισθάνθηκα τον φόβο με όλη την σημασία της λέξης. Ένιωσα το σώμα μου να το κινεί η αγωνία και όχι πια η ίδια μου η ψυχή. Η ψυχή μου έμοιαζε να με έχει εγκαταλείψει το ίδιο λεπτό ακριβώς που έμαθα για την εξαφάνιση της. Πλέον υπήρχε μόνο φόβος, πανικός, θυμός. Θυμός όχι για εκείνη. Αλλά για οποιονδήποτε της έκανε κακό.  

 Το πρωινό φως μας υποδέχτηκε κι εγώ ήξερα πως ο χρόνος μου τελείωσε. Εκείνη την στιγμή έβλεπα το παγωμένο πρόσωπό της Μυρτώς να με πλησιάζει, τα ματιά της αναζητούσαν μια λογική εξηγήση. Μιαν ελπίδα. Αναγνώρισα αύτο το συναίσθημα μιας κι εγώ έψαχνα αυτό ακριβώς πριν λίγες ώρες στα μάτια της Κατερίνας. Η εικόνα της μου ράγισε την καρδιά. Φορούσε ακόμα τις πιτζάμες της ενώ είχε ρίξει πάνω της πρόχειρα το παλτό της. Πιο πίσω διέκρινα τον πατέρα μου, μπερδεμένο, το ίδιο φοβισμένο. Ήξερα πως είχε αρχίσει μια τελειώς διαφορετική μέρα για μας. Ίσως μια τελειώς διαφορετική ζωή για μένα. Έκλεισα τα μάτια μου και για πρώτη φορά στην ζωή μου προσευχήθηκα στον Θεό νιώθοντας ένας αδύναμος θνητός...

Ο κήπος των καταραμένων λουλουδιών.Where stories live. Discover now