Κεφάλαιο 15ο

328 26 8
                                    

 Η Ιώ κάνει μερικά βήματα προς το μέρος μου προτάσσοντας τα χέρια στον αέρα, σαν να μου παραδίνεται. Δεν κάνει κάποια κίνηση για να με αγγίξει. <<Ακούσε με, άκουσε με Αλκυόνη...ή Εύα...>> ξεροκαταπίνει-την βλέπω να μάχεται να βρει τις σώστες λέξεις όμως αυτό δεν είναι αρκετό για να με συγκινήσει ούτε για να με ηρεμήσει. << θα σου πούμε τα πάντα αρκεί να με ακούσεις.>> 

 <<Όχι!>> φωνάζω με πάθος δυνατά σηκώνοντας το χέρι μου προς το μέρος της, δείχνοντας της να σωπάσει. <<Εσύ θα με ακούσεις. Δεν πιστευώ λέξη απ'όσα μου είπες πριν. Ξέρω πολύ καλά ποιά είμαι. Στην αρχή μου πήρατε την ταυτότητα μου, μου κλέψατε τ'όνομα μου βαφτίζοντάς με "Αλκυόνη", επείδη έτσι σας την βάρεσε, δεν θα καταφέρετε όμως να με κάνετε τελειώς τρελή!>> Τώρα ουρλιάζω πραγματικά. Έφτυνα τις λέξεις θυμωμένη όσο πιο γρήγορα μπορούσα.

 <<Δώσε μας μια ευκαιρία. Επιτέλους, ακούσε μας.>> συνεχίζει απτόητη εκείνη, μερικούς τόνους υψηλότερα απ΄ ότι η δική μου φωνή. Μπορούσα να διακρίνω την αγανάκτηση στα μάτια της που ήδη είχαν βουρκώσει. Δεν υπήρχε εκνευρισμός μέσα τους, το ένιωθα. 

 Οι λεπτομέριες των προηγούμενων εμπειριών που έζησα χωρίς ουσιαστικά να μου ανήκουν ξεπηδούσαν μπροστά στα μάτια μου. Τι κι αν τώρα η Ιώ φορούσε ένα ζεστό πράσινο-σκούρο μάλλινο πουλόβερ και μαύρο παντελόνι, στο μυαλό μου το σώμα της ήταν ακόμα καλυμμένο με μελανιές, βρωμιές και ένα ταλαιπωρημένο άσπρο φόρεμα. Τα μαλλιά της δεν ήταν μια μακριά μαύρη πλεξούδα που κοσμούσε το μακρύ πρόσωπό της όπως τώρα, αλλά μια μπλεγμένη μάζα. 

 <<Φοβάμαι.>>

 Η μωρουδίστικη φωνή άνηκε στην μικρότερη της παρέας. Η καρδιά μου έσπασε σε ενα εκατομμύρια θρύμματα, γονάτισα αμέσως μπροστά της χαιδεύωντας μαλακά τα μαλλιά της. <<Όχι μικρή μου, όλα είναι καλά.>> Κράτησα την αναπνοή μου έτοιμη να δεχτώ κάποιο "όραμα", που θα αφορούσε εκείνη. Δεν θα την έσπρωχνα, δεν θα της φώναζα γιατί δεν είχα σκοπό να την τρομάξω παραπανώ. Αρκετά είχε ήδη δει και αντέξει η ψυχούλα της. Αγωνιώ για μερικά δευτερόλεπτα για την ασημένια λάμψη όμως αυτή δεν έρχεται. "Όραμα"  σκέφτηκα μετά από λιγό μέσα μου με μια δόση πικρίας. Τώρα έγινα και μέντιουμ. Η Νιόβη και η Ηλέκτρα την παίρνουν αμέσως αγκαλιά. <<Εμείς μιλούσαμε μονάχα μικρούλα μου. Μη φοβάσαι.>> λέω ήρεμα.

 <<Ηρέμησε Γαλήνη μου.>> της λέει η Νιόβη το ίδιο απαλά χαιδεύωντας την πλατούλα της, που έχει κουρνιάσει στην αγκαλιά της Ηλέκτρας. Φαίνεται να την εμπιστεύεται απόλυτα. 

Ο κήπος των καταραμένων λουλουδιών.Où les histoires vivent. Découvrez maintenant