Κεφάλαιο 12ο

382 33 4
                                    

 Το περπάτημα μου ήταν πιο αργό απ΄ ότι συνήθως. Κατέβηκα τα λιγοστά σκαλιά ενώ τα πόδια μου έτρεμαν στην κυριολεξία. Φοβόμουν ότι εκείνος θα βρίσκεται εδώ κάτω. Πιθανότατα καθισμένος στο μικρό σαλόνι, περιμένοντας το πρωινό να ετοιμαστεί από τις κόρες του. Η πραγματικότητα που άνηκε στις ψευδαισθήσεις του έκανε τη καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή ενώ κάθε αίσθηση μου ήταν σε εγρήγορση για παν ενδεχόμενο. Όταν έκανα και το τελευταίο βήμα άκουσα ένα σύντομο ήχο, σαν από βήχα. Το σώμα μου ζάρωσε, σφίχτηκε, ενώ τα μάτια μου στένεψαν από τον φόβο. 

  Η Ιώ στεκόταν στην άκρη της πόρτας. Με κοίταξε λίγο πριν μιλήσει ενώ σήκωσε το χέρι της στον αέρα προς το μέρος μου. <<Μη φοβάσαι, δεν είνα εδώ. Έλα.>> μου είπε κουνώντας τα δάκτυλα της για να πάω προς το μέρος της, σαν να διάβασε τις σκέψεις μου αθόρυβα. Δίστασα για ένα ατελειώτο λεπτό, άλλα μετά κάλυψα το κενό μας γρήγορα. Βρέθηκα δίπλα της κι εκείνη μου χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο. 

 Στη κουζίνα υπήρχαν ήδη οι υπόλοιπες κοπέλες. Το μικρότερο κορίτσι καθόταν πάνω στο πάγκο της κουζίνας, έχοντας μπροστά της ένα τεράστιο μπλε μπολ ενώ ανακάτευε το περιεχόμενο με μια μεγάλη πλαστική κουτάλα. Με κοίταξε για μια στιγμή, και ύστερα γύρισε πάλι την προσοχή της στο μπολ μπροστά της. Η Ηλέκτρα έπλενε μπροστά στο νιπτήρα της κουζίνας κάποια φρούτα και λαχανικά, διατήρησε πάλι τη συνηθισμένη στάση της χωρίς να γυρίσει να με δει. Μάλιστα, έμοιαζε σχεδόν να μη συνειδητοποιεί την παρουσία μου. Αναρωτήθηκα πάλι για ένα σύντομο λεπτό τι σήμαινε αυτή η αποστασιοποίησή της. Γρήγορα όμως έστρεψα την προσοχή μου αλλού. Η Νιοβή μου έκανε ένα νεύμα κουνώντας το κεφάλι της, κι αμέσως μετά με πλησίασε, κρατώντας ωστόσο μια μικρή απόσταση ασφαλείας. <<Καλώς την.>> είπε σιγανά, σχεδόν αδιάφορα. 

 <<Γειά.>> μουρμούρισα. Τα μάτια μου κοίταξαν μία-μία όλες τους όμως πέρα από την Ιώ καμιά δεν αντέδρασε. Έσφιξα τα δόντια μου απογοητευμένη.

 Η Νιόβη μου έδωσε μια κίτρινη ποδιά κι ύστερα γύρισε πάλι την προσοχή της στη δουλειά που έκανε προηγουμένως. Έριξα μια μικρή ματιά στο δωμάτιο. Ήταν μια κλασσική κουζινά, μακρόστενη κουζίνα με φθαρμένα έπιπλα και ντουλάπια στο χρώμα της μέντας. Με αρρώσταινε αυτό το χρώμα, μου θύμιζε κάτι νοσηρό, ίσως υποσυνείδητα τα ντουλάπια της κουζίνας που βρίσκοντα στη μικρή υπόγεια αποθήκη. Αποτράβηξα το βλέμμα μου, σαρώνοντας τον υπόλοιπο χώρο. Δεν υπήρχαν πολλές μοντέρνες συσκεύες πέρα από ένα καταλεύκο ψυγείο και φούρνο. Ωστόσο εκείνο που κέντρισε την προσοχή μου με ώθησε να σηκωθώ αγνοώντας τους προηγούμενους ενδοιασμούς μου. Συνοφρυώθηκα όσο προσπαθούσα να χωνέψω αυτό που τα μάτια μου αντίκρυζαν.  Αγνοήσα τα βλέμματα που στράφηκαν με μιας έπανω μου και σαν υπνωτισμένη πλησίασα το ψυγείο. Δεν ξέρω πόσο παραμορφωμένο έδειχνε το προσωπό μου λόγω του μορφασμού που είχα κάνει, όμως μπορούσα να νιώσω τον πόνο ανάμεσα στα φρύδια μου λόγω της παρατεταμένης σμίξης του.

Ο κήπος των καταραμένων λουλουδιών.Waar verhalen tot leven komen. Ontdek het nu