Κεφάλαιο 19ο

244 20 10
                                    

 Δημήτρης.

 Κλείνω την μπαλκονόπορτα του δωματίου μου πίσω αθόρυβα. Η νύχτα ήδη έχει πέσει και η ατμόσφαιρα είναι βαριά. Βαριά από τα αποπνικτικά καυσαέρια σε συνδιασμό με τα καυσόξυλα που καίγονται σε κάθε γειτονιά της Αθήνας. Το παχύ σύννεφο καπνού αιωρείται πάνω μου δημιουργώντας το κλίμα ακόμη πιο δύσκολο απ' ότι είναι ήδη.

 Πνίγομαι, σκέφτομαι και ξέρω πως δεν αναφέρομαι στην ατμόσφαιρα που επικρατεί εδώ έξω.

 Σφίγγω τα δόντια μου κοιτάζοντας κάπου αόριστα σε μια από τις γειτονικές πολυκατοικίες καθώς ψάχνω τα τσιγάρα στη τσέπη της φούτερ μου. 

 Πολύχρωμα λαμπιόνια ακόμα αναβοσβήνουν, ενώ το λιγοστό χιόνι που κατάφερε να ρίξει ο ουρανός φέτος λιώνει μέρα με τη μέρα.

 Περνώ το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλη μου και με μια γρήγορη κίνηση το ανάβω. Τα λιγοστά δευτερόλεπτα που ο αναπτήρας πλησίασε το πρόσωπό μου ήταν αρκετό για να με ζεστάνει. 

 Ρουφώ μια μεγάλη τζούρα κρατώντας τη μέσα μου πριν εστιάσω πάλι το βλέμμα σ'εκείνον τον αόρατο στόχο που κοιτάζω οχτώ βράδια τώρα.

 Οχτώ νύχτες και μέρες που εκείνη είναι άφαντη. 

 Εκπνέω το καπνό του τσιγάρου λες και θα μπορούσε να βγει παράλληλα μαζί του και όλος αυτός ο πόνος που νιώθω μέσα στο στήθος μου. Με δύναμη προς τον ουρανό να φύγει μακρυά μου. Ο καπνός φεύγει, ο πόνος όχι.

 Τα φώτα του δρόμου χαμηλώνουν τη δύναμή τους. Ξέρω πως λίγο θα ξημερώσει η έννατη μέρα. Ο ήλιος θα ξεπροβάλλει από το γνωστό σημείο που πλέον έχω μάθει σηματοδοτώντας την καινούργια μέρα. 

 Καινούργια  μέρα για όλους τους υπόλοιπους καθώς για εμένα πια οι μέρες έχουν μπροστά έναν αριθμό. Έναν αριθμό που φανερώνει τον καιρό της απουσίας της.

 Η έννατη μέρα.

Η έννατη μέρα που δεν θα έχω ακούσει τη φωνή της. Ίσως τα βράδυ είναι διαφορετικό, ίσως το βράδυ επιστρέψει, το ίδιο ξαφνικά όπως το βράδυ που εξαφανίστηκε, τρέχει να με καθησυχάσει μια φωνή μέσα μου.

 Το χέρι μου ενοχλεί μηχανικά το ίδιο σημάδι στο σκουριασμένο κάγκελο όπως και όλες τις προηγούμενες νύχτες. Ρουφώ άλλη μια τζούρα από το τσιγάρο μου όταν από την γωνιά του δρόμου εμφανίζονται δύο κοπέλες.

 Γελούν και φωνάζουν δυνατά, δεν χρειάζεται να μαντέψω για να πω πως είναι μεθυσμένες. Μετρώ καλύτερα το ανάστημα τους και τα χαρακτηριστηκά τους αποφασίζοντας πως δεν θα είναι μεγαλύτερες από δεκαεπτά χρονών.

 Δεν μπορώ να το αποφύγω.

 Η καρδιά μου χάνει έναν χτύπο καθώς κάνω μοιραία τον παραλληρισμό.

 Θα μπορούσε να ήταν η Εύα με την φίλη της, τη Κατερίνα. Θα μπορούσε να ήταν αυτές οι δύο. 

Τι μέρα είναι σήμερα; Όχι έννατη...Σήμερα είναι Σάββατο. Ναι, Σάββατο. Θα μπορούσε να είναι εκείνες που γυρνούν ξημερώματα σπίτι όπως και τόσες άλλες φορές και ειδικά τα Σάββατα. 

 Ο Στάθης θα την μάλωνε που άργησε να γυρίσει σπίτι, η Μυρτώ θα την ρωτούσε αν πέρασε καλά, εγώ θα κοιτούσα ζηλεύοντας που πέρασε ένα ακόμη βράδυ μακριά μου. Όμως δεν θα με ένοιαζε, γιατί τότε θα την είχα δίπλα μου. Θα ξυπνούσε το μεσημέρι και θα μαλώναμε, αλλά θα ήταν εκεί. Ποτέ πριν δεν είχα μπει στη διαδικασία να σκεφτώ πόσο τυχερός που ήμουν που γυρνούσε σπίτι. Δεν περιμένα ποτέ κάτι τόσο αυτονοήτο να κλαπεί από εμένα εν μια νυκτί. 

 Τώρα δεν είναι.

 Αυτά τα κορίτσια δεν είναι η Εύα και η Κατερίνα. 

 Τα άγνωστα κορίτσια ξεσπούν σε υστερικά γέλια πριν στρίψουν στο επόμενο στενό, σαν να μπορούσαν να διαβάσουν την σκέψη μου χλευάζοντας μέ.

 Στρέφω το βλέμμα μου απογοητευμένος αλλού βγάζοντας άλλο ένα τσιγάρο από το πακέτο μου, όταν βλέπω το κινητό μου να αναβοσβήνει μέσα στο απόλυτο σκοτάδι του υπνοδωματίου μου. Κοιτάζω το ρολοί στο καρπό μου που μου δείχνει 4.20 το πρωί.

 Προσπαθώ να κρατήσω τις σκέψεις μου σε ένα μέρος πριν διασκορπιστούν σε ένα εκατομμυρία διαφορετικά σημεία.

 Μπαίνω μέσα πετώντας το τσιγάρο βιαστικά πάνω στο τασάκι του μπαλκονιού.

 Ο αριθμός είναι άγνωστος όμως φαίνεται να επιμένει παρά το ακατάλληλο της ώρας. 

Δεν μπορώ να το αποφύγω, η καρδιά μου χάνει τους ρυθμούς της και η αναπνοή μου γίνεται πιο γρήγορα πριν την κρατήσω. Ο άγνωστος αριθμός με υπνωτίζει χωρίς να μπορώ να πάρω το βλέμμα από πάνω του.

 <<Εύα;>> λέω ξέπνοος νιώθοντας τη ψυχή μου έτοιμη να εξατμιστεί όπως ο καπνός των τσιγαριών που έκανα τόσα βράδια.


Ο κήπος των καταραμένων λουλουδιών.Where stories live. Discover now