Κεφάλαιο 14ο

330 31 9
                                    

 Ένιωθα χαμένη. Οποιαδήποτε δικαιολογία δεν ήταν αρκετή για να εξηγήσει αυτό που είχα ζήσει. Το φαγητό μπροστά μου ήταν ανέγγιχτο. Δεν όρεξη για τροφή, αλλά γι' απαντήσεις και μόνο. Έπαιζα μηχανικά με το πιρούνι ρίχνωντας κλεφτές ματιές προς το μέρος της Ηλέκτρας. Αύτο αφορούσε εκείνη. Μέσα μου είχα ήδη ξεκινήσει μια εσωτερική συζήτηση μαζί της. Δεν ήταν εύκολο να φανταστώ ποιες θα ήταν οι ερωτήσεις που θα της έθετα, παρόλο που είχα αρκετό χρόνο κατά τη διάρκεια του πρωινού για να με προετοιμάσω, ένιωθα πως μου έλειπαν πολλά στοιχεία για να καταφέρω να ρωτήσω τα σωστά πράγματα. 

 Ένα κομμάτι του εαυτού όμως ήταν ήδη βέβαιο. Δεν ήθελα να το παραδεχτώ, αλλά φοβόμουν πως βαθυά μέσα μου δεν χρειαζόμουν την επιβεβαίωση των λόγων της.  Είχα ήδη "δει" τί είχε συμβεί. Ο νους μου έτρεχε πάλι στις βίαιες μνήμες που μου είχαν κόψει την ανάσα. Έπρεπε να τις κρατήσω ζωντανές, μαζί με κάθε λεπτομέρεια που τις συνοδεύε. Δίσταζα πάντα μερικά δευτερόλεπτα όμως, να βουτήξω στις αναμνήσεις ή έστω παρέλειπα ένα μικρό μέρος. Φοβόμουν την φωνή που είχα ακούσει να μου ψιθυρίζει. Ήμουν βέβαιη πως δεν άνηκε σε καμιά από τις κοπέλες που κάθοταν δίπλα μου. Θυμήθηκα πόσο ξεκάθαρα ακούστηκε. Με μια βαθιά ανάσα βούτηξα πάλι στις αναμνήσεις  που με φόβιζαν αντιμετωπίζοντας τες με δόντια σφιγμένα. 

  <<Πατέρα;>> ο απαλός τόνος της φωνής της Ιώς δεν ήταν αρκετός για να με τρομάξει, ωστόσο, με επανέφερε στο πραγματικό χρόνο. Διέφερε από τον ήχο των μαχαιροπίρουνων κι αυτό έφτανε. Κοίταξα δειλά προς το μέρος του.

 Εκείνος, δεν απάντησε. Κάρφωσε τα μάτια πάνω της περιμένοντας να συνεχίσει. <<Θα ήταν φρόνιμο αν ερχόταν μαζί μας η Αλκυόνη στους κήπους; Να μας βοηθάει κυρίως;>> η τελευταία πρόταση συμπληρώθηκε γρηγορότερα, σ'ένα τόνο πιο σιωπηλό απ'ότι η προηγούμενη.

 Κοίταξα την Ιώ παίρνοντας μια βαθιά ανάσα. Ήταν περιέργο όταν συνειδητοποιούσα πως ανταποκρινόμουν σ'αυτό τ'όνομα. Πρώτα τρανταζόμουν κι' ύστερα ολόκληρο το σώμα μου ανατρίχιαζε. Έπρεπε να αντισταθώ στην παρόρμηση να την ταρακουνήσω, δεν είχα ιδεά τί ήθελε να πετύχει και μάλιστα χωρίς να με προειδοποιήσει. Εκείνος μου έριξε μια επικριτική ματιά. 

 <<Αλκυόνη;>> με ρώτησε με την τραχιά φωνή του. 

 Στράφηκα για να τον κοιτάξω. Καθόταν αναπαυτικά στην άνετη καρέκλα του, φωλιασμένος ιδανικά στη θέση του. Το πρόσωπό του είχε ένα αυτάρεσκο ύφος, τα παγερά μάτια του έδειχναν να είχαν βρει κάποιο ενδιαφέρον στο σημερινό πρωινό γεύμα. Αναρωτήθηκα πάλι ποια ήταν η σωστή απάντηση.

Ο κήπος των καταραμένων λουλουδιών.Where stories live. Discover now