Κεφάλαιο 7ο

447 51 8
                                    

 Ήταν σκοτεινά και ήσυχα για ένα μεγάλο διάστημα χωρίς χρόνο. Δεν μπορούσα να υπολογισώ το χρόνο, είχα χασει πια την αίσθηση του. Αν αυτός ήταν ο θάνατος τότε σίγουρα δεν ήταν η λύτρωση που έψαχνα. Ο πόνος ήταν μεγαλύτερος απ'όσο περίμενα. Τα βλέφαρα μου ήταν ακόμα μαύρα όμως μπορούσα να τα κουνήσω, δεν ήμουν σίγουρη για το υπόλοιπο σώμα μου, ωστόσο δεν δοκίμασα να τα ανοίξω. Θα ήταν ανακούφιση αν ελευθερωνόμουν από αυτό ή με περίμενε κάτι χειρότερο;

 Δεν μπορούσα να μου απαντήσω. Ένιωθα μια περίεργη ασφάλεια όσο βρισκόμουν σε αυτή την κατάσταση. Ένιωθα σαν αυτός ο πόνος να ήταν μέρος αυτού που ήμουν τώρα εγώ. Γνώριμος και προβλέψιμος. Στο μυαλό μου τα αγαπημένα μου πρόσωπα εμφανίστηκαν ξεκάθαρα, ήταν πλέον η μόνη μου παρηγοριά. Φοβομούν το κρύο σκοτάδι. Παραδόθηκα και περίμενα υπομονετικά το τέλος, με τις σκέψεις μου να πετούν σε όμορφες αναμνήσεις χωρίς κάποιο συγκεκριμένο μοτίβο.

 Θυμήθηκα τις πρώτες διακοπές με την μήτερα μου στην Ικαρία. Ήμουν εννιά χρονών. Πόσο όμορφο νησί αλήθεια, κρίμα που δεν το ξαναεπισκέφτηκα από τότε. Δεν είμαι σίγουρη γιατί το μυαλό μου επέλεξε αυτή την ανάμνηση. Η Ικαρία ήταν συνυφασμένη με τον μύθο του Ίκαρου που σαν παίδι τον θαύμαζα και παράλληλα τον ζήλευα για το κατορθωμά του να πετάξει πάνω από την θάλασσα. Εκτός βεβαία από το γεγονός πως πλησίασε τον ήλιο τόσο πολύ, με αποτέλεσμα να λιώσουν τα φτερά του και να πέσει, εκείνο δεν το ζήλευα. Εκτός από το μυθολογικό στοιχείο, η Ικαρία απέπνεε έναν αέρα άγριας ελευθερίας και τόλμης. Ο ουρανός συναντούσε την θάλασσα και το μπλε μπερδεύοταν σε μια αρμονική ισορροπία. Η μητέρα μου, μου χαμογελάει πλατιά και πιάνει το χέρι μου. Το ροζ μαντήλι της χορεύει με τον άνεμο, ενώ το ηλιοβασίλεμα μας λούζει απαλά όσο ανηφορίζουμε περπατώντας για το εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου. Μπορούσα να νιώσω το ζεστό καλοκαιρινό αεράκι να μου χαιδεύει το πρόσωπο. Μπορούσα ακόμα να μυρίσω τον αέρα που είχε αναμειχθεί με την αιγαιοπελαγίτικη αύρα. Μπορούσα να γευτώ την θάλασσα. Ναι!

 Ξαφνικά, ένιωσα μια απαλή πίεση να ανασηκώνει το πρόσωπό μου προς τον ουρανό. Τώρα μπορούσα να νιώσω καλύτερα το ζεστό αεράκι εκείνης της ανάμνησης γύρω μου. Ένιωσα πραγματικά ευγνώμων εκείνο το λεπτό. Το κεφάλι μου το ακουμπούσαν τώρα προσεχτικά μαλακά αδύναμα χέρια, με εξέταζαν. Ένιωσα δάχτυλα να πιάνουν τους καρπούς μου. Με δυσκολία κατάφεραν οι απαλές κινήσεις να με ξυπνήσουν. δεν ήμουν σίγουρη αν το φανταζόμουν. Δεν είχαν θέση άλλωστε στην ανάμνηση μου. Άκουσα ψιθύρους και ύστερα κάτι με τράνταξε, τράβηξε τα μουδιασμένα ακρά μου σηκώνοντας με στον αέρα και τοποθεντώντας με σ'ένα σύννεφο. Ακούστηκε ο σιγανός ήχος ένος υφάσματος να βουτάει στο νερό κι ύστερα το ένιωσα. Δροσερό, υγρό κι απαλό. Έτρεξε πάνω από τα βλέφαρα μου καθαρίζοντάς τα, ύστερα κατέβηκε πιο κάτω. Βόγκηξα καθώς με πίεζε σε σημεία που πονούσα. Το ύφασμα πιέστηκε στα σκασμένα χείλη μου υγραίνοντάς τα. Το φωτεινό ζεστό απόγευμα εκείνου του καλοκαιριού απομακρύνθηκε γρήγορα προς μεγάλη μου απογοήτευση. Δεν μπορούσα πια να το δω, ούτε να νιώσω τον αέρα, ούτε να γευτώ την θάλασσα.

Ο κήπος των καταραμένων λουλουδιών.Donde viven las historias. Descúbrelo ahora