•Chapter 2•

242 26 0
                                    


Παρκάρω το αυτοκίνητο μου κοντά στο λιμάνι...
κοιτάζω το ρολόι μου και βλέπω πως έχω φτάσει ένα τεταρτο νωρίτερα.
Καλύτερα• να τελειώνω γιατί η μέρα μου είναι πολύ φορτωμένη... πιάνω την τσάντα μου από το κάθισμα του συνοδηγού. Ρίχνω μια μάτια στα ντοσιέ που κοσμούσαν το πίσω κάθισμα...
«Οχι ρε γαμωτο! Γιατί πρέπει να γίνει αυτό και σήμερα;»... ολα τα χαρτιά που βρισκόντουσαν μέσα στους δυο πάνω πάνω ντοσιεδες είχαν βγει έξω και ανακατευτεί μεταξύ τους...
«Δεν έχω χρόνο για αυτά τωρα!»...
αρπάζω τον μόνο φακελο σε γκρι χρωμα που ξεχώριζε και πετάγομαι γρήγορα έξω από το αυτοκίνητο...
Κατευθύνομαι προς τη μεγάλη πύλη που έμοιαζε με γκαραζόπορτες μεγάλης βιομηχανίας... με το που μπαίνω μέσα ένα σορό θόρυβοι κατακλύζουν τα αφτια μου προκαλώντας μου μια μικρή ενόχληση...
Βλέπω τριγύρω μου διάφορους εργάτες να επεξεργάζονται διαφορα αυτοκίνητα. Άλλοι φορούσαν εργατικές φόρμες, άλλοι κοστούμια...
Πλησιάζω προς μια μεγάλη γκρίζα πόρτα. Μπροστά της στεκοταν ένας γεροδεμένος άντρας ντυμένος με μαύρο κουστούμι και το αυτί του κοσμούσε ένα μαύρο ακουστικό.

«Καλημερα»... λεω απόλυτα σοβαρή... εκείνος γυρίζει προς το μέρος μου και μου ρίχνει ένα απότομο άγριο βλέμμα• μέχρι που καταλαβαίνει ποια είμαι...

«Δεσποινίς Windsor•»... λέει κοφτά και αμέσως αλλάζει την έκφραση του... εγώ τον κοιτάζω έντονα στα μάτια με το πιο άγριο και επιβλητικό μου βλέμμα... εκείνος μουρμουρίζει κάτι στον ασύρματο και γυρίζει να με ξανά κοιτάξει «παρακαλώ ακολουθείστε με»... λέει και ανοίγει την μεγάλη σιδερένια πόρτα....

[...]

Λίγη ωρα μετά βρισκόμασταν μέσα σε μια αίθουσα συσκέψεων... γύρω μου υπήρχαν μόνο άντρες ντυμένοι όλοι με ακριβά κοστούμια...

«Δεσποινίς Windsor• είναι ωρα να ξεκινήσουμε, ζήτω συγγνώμη για την καθυστέρηση»... λέει ο υπεύθυνος πωλήσεων καθώς κλείνει η πόρτα όταν πλέον και ο τελευταίος μέτοχος έχει εισέλθει στο χώρο...

Η συζήτηση φαινόταν μακροχρόνια... κοιτούσα και ξεφύλλιζα πάνω από 8 καταλόγους με αυτοκίνητα, χρώματα, μοντέλα και σχέδια... δεν μπορώ να πω από τα 2.000 πράγματα που ειδα μόνο 100 μου φάνηκαν πολλα υποσχόμενα....

«Πιστεύω πως με αυτό μπορεί να λήξει η σημερινή μας συνάντηση»... λεω καθώς κλείνω και τον τελευταίο κατάλογο... σημειώνω στα χαρτιά μου και το τελευταίο νούμερο από τα είδη αλουμινίου και κλείνω το στυλο μου.
Δίνω το χαρτί στον υπεύθυνο της εταιρίας
«Από όλους τους καταλόγους αυτά μου φάνηκαν τα πιο υποσχόμενα. Έχω κυκλώσει και αριθμήσει καθ ένα υλικό ξεχώρισα• ελπίζω στο τέλος της επόμενης εβδομάδας να έχω σε προσχήματα τα αυτοκίνητα ώστε να μπορέσω να αποφασίσω αν τελικά θα προβούμε στον σχεδιασμό τους».. λεω αυστηρά και σηκώνομαι όρθια... αυτόματα όλοι οι μέτοχοι στέκονται και εκείνοι όρθιοι λίγα δευτερόλεπτα μετά από μενα...

«Μάλιστα δεσποινίς Windsor»... νευω και αφού χαιρετώ επιβλητικά τους ανθρώπους βγαίνω γρήγορα από την αίθουσα...
κοιτάζω το ρολόι μου και παρατηρώ πως το μίτινγκ με καθυστέρησε μισή ωρα...
δεν το πιστεύω! Έπρεπε να είμαι 12:00 στον κολοσσό και η ωρα είναι μια παρά...
Με γρήγορα βήματα κατευθυνομαι στο αμάξι μου και αφού πετάω τα ντοσιέ και την τσάντα μου με βιασύνη στο κάθισμα του συνοδηγού βάζω μπροστά το αμάξι μου.... ποιος ξέρει τι έχω να ακούσω με το που φτάσω μπροστά στον πατέρα μου....

[...]

Βρίσκομαι στην τεράστια γυαλινη είσοδο του κολοσσού.... με βιάστηκα βήματα μπαίνω μέσα και με το που με βλέπουν οι εργαζόμενοι στη ρεσεψιόν έμοιαζε σα να μην δίνουν δεκαρα που η κόρη του αφεντικού τους μπήκε στην εταιρία... χωρίς να σταματήσουν την δουλειά τους ξανά ρίχνουν τα βλέμματα τους στους υπολογιστές και τα έγγραφα τους... υποθέτω σε αυτόν εδώ τον κολοσσό είμαι ένα τίποτα μπροστά στον πατέρα μου...

Λίγη ωρα μετά οι πόρτες του γυάλινου ασανσέρ είχαν ανοίξει και βρισκόμουν στον όροφο όπου ήταν το γραφείο του πατέρα μου... για άλλη μια φορά ένιωσα να ανατριχιάζω... ένα ρίγος με διαπέρασε και για λίγο κοντοστάθηκα... η ατμόσφαιρα είναι τόσο αποπνικτική εδώ... το βλέμμα μου πέφτει στο τεράστιο γραφείο και συγκεκριμένα σε μια φιγούρα πίσω από αυτό... το βλέμμα του Stefan για δευτερόλεπτα συναντά το δικό μου λίγο πριν ξανά χωθεί με τα μουτρα στη δουλειά... η συμπεριφορά του εντός με εκτός κολοσσού δεν έχει καμία σχέση...
Καθώς βγαίνω από το ασανσέρ και ξεκινάω να περπατάω τον βλέπω να σηκώνεται όρθιος και να κατευθύνεται προς την τεράστια μαυρη πόρτα... τα βήματα μου γίνονται όλο και πιο δυστακτικα... νιώθω για άλλη μια φορά κρύο ιδρώτα να τρέχει κατά μηκος της σπονδυλικής μου στήλης... ο λαιμός μου έχει στεγνώσει και κάθε ανάσα που παίρνω με κάνει να νιώθω σαν να καταπίνω στάχτες από τσιγάρα... η φιγούρα του Stefan βγαίνει από το γραφείο του πατέρα μου και το βλέμμα του συναντά το δικό μου... παγώνω στην θέση μου.... είχα καιρό να τρομοκρατηθω έτσι... καθε φορά που τον βλέπω στον κολοσσό νομίζω πως μπροστά μου έχω ένα θηρίο έτοιμο να κατασπαράξει όποιον τολμήσει να πλησιάσει τον πατέρα μου....

«Περάστε»... λέει με μια ελαφριά αγριάδα και τεράστια αυταρχικότητα στη φωνή του... θέλω να καταπιώ αλλά ο λαιμός μου με γδέρνει και το στόμα μου έχει γίνει σαν την έρημο...
με αργά και σταθερά βήματα πλησιάζω προς την πόρτα... στάσου στο ύψος σου...έλεγα και ξανά έλεγα από μέσα μου... πρέπει να τον αντιμετωπίσεις με θάρρος... σκέφτομαι και διασχίζω την μαύρη πόρτα...

MARIONETTEWhere stories live. Discover now