Καθώς προχωρούσαμε προς το μέρος τους ένιωθα τις σκέψεις μου να τρέχουν... προσπαθούσα να καθησυχάσω τον εαυτό μου... να πω πως όλα θα πάνε καλά... πως και που έφτασα μέχρι σε αυτό το σημείο χωρίς να σπάσω ήταν αρκετό... πως όλα αυτά που άντεξα και υπέμεινα είναι αυτά που με έχουν κρατήσει στα πόδια μου... ότι ο λόγος που δεν έχω ραγίσει ακόμα είναι γιατί μπορώ να υπομείνω ακόμα περισσότερα... δεν υπήρχε γυρισμός... όλα είχαν τελειώσει... με το που πατήσαμε το πόδι μας στη σάλα όλα είχαν τελειώσει... με το που βρέθηκα ανάμεσα σε αυτά τα άγνωστα άτομα και τον πατέρα μου... με το που ένιωσα όλα αυτά τα έντονα βλέμματα πάνω μου ήξερα πως τώρα δεν μπορούσα να κάνω πίσω... φόρεσα το πιο ψεύτικο προσωπείο που είχα στην κατοχή μου και απλώς περίμενα μέχρι αυτή η αυλαία να πέσει..... με την άκρη του ματιού μου κοιτούσα προς τα αριστερά μου όπου βρισκόταν ο Frederick... από το βλέμμα του και μόνο μπορούσα να καταλάβω πως αυτές οι δυο φιγούρες διπλα του ήταν οι γονείς του... πρώτη φορά τους έβλεπα... δεν είχε όμως μεγάλη σημασία... δεν ήταν ανάγκη να τους είχα γνωρίσει από πιο πριν... η ύπαρξη μου υπήρχε μόνο και μόνο για ένα σκοπό... για κάποιου άλλου τα όνειρα... δεν υπήρχε λόγος οι γονείς του να με γνωρίσουν... υποθετω... υποθετω πως και για εκείνους η ύπαρξη μου ήταν τόσο σημαντική όσο τους βοηθούσε να πετύχουν και εκείνοι τους στόχους τους.... Σαν τον πατέρα μου... οι πράξεις τους.... Η στάση τους.... Και μόνο το γεγονός πως το βλέμμα τους δεν στράφηκε ούτε για λίγο προς το μέρος μου ήταν αρκετό για να κάνει τις σκέψεις μου να με δικαιώσουν για άλλη μια φορά... νιώθω την φιγούρα του πατέρα μου να κάνει μερικά βήματα πιο μπροστά από μένα... εξακολουθώ να κοιτάζω μπροστά... το απόλυτο κενό... είχα εστιάσει το βλέμμα μου πέρα από τον κόσμο που στεκόταν σε αρκετά μεγάλη απόσταση από μας.... Όλοι τους είχαν σχηματίσει ένα κύκλο όπου στο κέντρο τους στεκόντουσαν πέντε άτομα... πέντε ηθοποιοί.... Έτοιμοι να απαγγείλει ο καθ ένας το κομμάτι του... με πρώτο και καλύτερο τον πατέρα μου... εκείνον που διοργάνωσε όλο αυτό το θέατρο.... Η μουσική είχε σταματήσει από την στιγμή που είχαμε πατήσει το πόδι μας στη σάλα... για λίγο ακούγονταν μια σιγή... μια ασφυκτική ησυχία... όλοι τους περίμεναν κάποιον να μιλήσει... κάποιον να απαγγείλει την αρχή του έργου... ένας εκκωφαντικός ηχος ακούστηκε σε όλο το χώρο... γύρισα το βλέμμα μου προς το μέρος του πατέρα μου απ όπου και προήλθε αυτός ο ηχος.... Στο χέρι του κρατούσε ένα κρυστάλλινο ποτήρι γεμάτο με σαμπάνια... δεν άργησα πολύ να καταλάβω πως ο ηχος προήλθε απο το χτύπημα αυτού του ποτηριού... λίγο αργότερα η φωνή του έσπασε αυτήν την αποπνικτική σιγή.... Ο λόγος του μεγάλος... αποτελούνταν κυρίως απο το όραμα του και τα σχέδια του για το μέλλον των επιχειρήσεων του... η εισαγωγή του τεράστια.... τα σχέδια του ακόμα πιο μεγάλα και γώ σε αυτά πουθενά.... Ήταν ολοφάνερο πως απο τα λόγια του και μόνο θα κατάλαβαινε κάποιος πως δεν είχε βλέψεις να αναθέσει τις επιχειρήσεις του στην κόρη του... δεν ήξερα πως να νιώσω... εκείνη την στιγμή απλώς τον άκουγα να μιλάει... να με εξευτελίζει πλαγίως... μπροστά σε ένα σορό αγνώστους... κάνοντας σε όλους γνωστό πως αυτός που θα πάρει τη θέση του δεν η κόρη του παρα ένας άγνωστος... ένας άλλος ... ο υποψήφιο γαμπρός του... έπειτα απ όλο αυτό κάποια στιγμή τον βλέπω να γυρίζει τον κορμό του προς τα πίσω.... Άπλωσε το χέρι του δείχνοντας προς το μέρος που βρισκόμουν εγώ και.... Με την άκρη του ματιού μου κοίταξα διπλα μου... δεν είχα καταλάβει για το ποτέ ο Frederick είχε έρθει διπλα μου... στεκόταν εκεί και κοιτούσε προς την μεριά του πατέρα μου.... Δεν είχα προλάβει να αντιδράσω... χειροκροτήματα από το πλήθος ήχησαν σαν δυνατές χειροβομβίδες να σκάνε ακριβώς διπλα μου... έσφιξα τα δόντια μου με δύναμη... ένιωθα το χέρι του Frederick γύρω από την μέση μου και ήθελα να φωνάξω να το πάρει από πάνω μου... τα χειροκροτήματα και τα συγχαρητήρια συνεχίστηκαν μέχρι που ο πατέρας μου έδωσε ένα τέλος στο λόγο του.... Από κει και έπειτα όλοι τους γύρισαν στα τραπέζια τους και η μουσική ξεκίνησε να παίζει ξανά...F: Νομίζεις πως είναι η κατάλληλη ώρα να ταξιδεύει το μυαλό σου άλλου; Συγκεντρώσου.... Η φωνή του ήχησε στα αφτια μου κάνοντας με να γυρίσω να τον κοιτάξω... δεν είχα καταλάβει για ποτέ το σώμα μου είχε παγώσει στη θέση του... για ποτέ είχα μείνει ακίνητη ανήμπορη να αναπνεύσω... αφήνω μια ανάσα να βγει από μέσα μου γεμίζοντας ξανά τα πνευμονία μου με αέρα...
Α:Ποιος ακριβώς νομίζεις πως είναι αφηρημένος; Μη με κανείς να γελάσω.... Η φωνή μου σταθερή... με μια κίνηση αφαιρώ το χέρι του από τη μέση μου και κάνω δυο βήματα μπροστά... πριν προλάβω να απομακρυνθώ νιώθω ξανά το χέρι του να τυλίγεται γύρω από τη μέση μου ξανά σφίγγοντας με έντονα... «τι νομίζεις πως-»... δεν προλαβαίνω να τελειώσω την φράση μου...
F:Μας κοιτάζει κόσμος· πρόσεξε πως φέρεσαι.... Ο τόνος του απότομος... άγριος και επιβλητικός... το βλέμμα του κοιτούσε μπροστά... ένα ψεύτικο χαμόγελο είχε σχηματιστεί στα χείλη του καθώς οι πρώτοι καλεσμένοι μας είχαν ήδη πλησιάσει για να μας συγχαρούν... να συγχαρούν αυτό το φιάσκο... αυτό το θέατρο... θέλω να φύγω... θέλω να τρέξω μακρυά... να τον χαστουκίσω και να φύγω με το κεφάλι ψηλά... αλλά... αντ αυτοί... καθομαι εδώ... αναγκασμένη να χαιρετάω όλους αυτούς τους αγνώστους... με ένα ψεύτικο προσωπείο... με ένα στραβό χαμόγελο και με το χέρι του να με σφίγγει έτοιμο να με σπάσει στα δυο σε περίπτωση που κάνω κάτι λάθος.... Είναι πλέον αργά... τώρα πια δεν έχει νόημα να σκέφτομαι ανούσια πράγματα... το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να παίξω το ρόλο μου σωστά... χωρίς κανένα ψεγάδι... χωρίς κανέναν ενδοιασμό... πρέπει να δείξω το ποσο χαρούμενη είμαι με αυτόν τον αρραβώνα... να προσποιηθώ ποσο χαίρομαι για τον άντρα που έχω δίπλα μου ενώ από μέσα μου.... υποφέρω... να ακούω τους πάντες να με συγχαίρονται και να μου λένε το ποσό τυχερή είμαι που με αγαπάει τόσο πολύ ο πατέρας μου για να διοργανώσει μια τόσο μεγάλη τελετή για τον αρραβώνα... τι αστείο... αστείο που δε μπορώ παρά να γελάσω... να γελάσω μπροστά στα μούτρα τους για να τους δείξω ποσό χαρούμενη είμαι που έχω έναν τόσο καλό πατέρα ενώ μέσα μου καταρρέω λεπτό με το λεπτό... νιώθω απαίσια... μέσα μου ένα κενό... ένα κενό το οποίο από τα λόγια τους γεμίζει αργά και σταθερά με πόνο.... Κάθε φορά που τους ακούω να λένε τα ίδια και τα ίδια δε μπορώ παρα να αισθάνομαι ένα τίποτα... νόμιζα πως δεν θα με πείραζε... νόμιζα πως θα το άντεχα... νόμιζα πως θα άντεχα τους πάντες να ρίχνουν τον ψεύτικο κόσμο που έπλασε ο πατέρα μου στο πρόσωπο μου σαν κάποιου είδους κοφτερές πέτρες· χωρίς κανέναν δισταγμό... αλλά έκανα λάθος... δεν το αντέχω... όλο αυτό το θέατρο παραπάει... όλη αυτή η υποκρισία... και τελικά.... τι κάνω για αυτό;... το μόνο που μπορώ να κάνω αυτή τη στιγμή είναι να χαμογελάω και να πίνω... να πίνω ακατάπαυστα προσπαθώντας να αντέξω και να μην καταρρεύσω κάνοντας τον εαυτό μου να αισθάνεται ακόμα πιο μίζερος και αξιολύπητος από ποτέ...
[....]
KAMU SEDANG MEMBACA
MARIONETTE
RomansaΜια τελεια ζωή, ένας αυταρχικός πατέρας, ένας γάμος χωρίς συναισθήμα και μια νύχτα ικανή να τα τινάξει ολα στον αέρα... τι γίνεται όταν η Αμαρυλλίς βρεθεί σε ένα κλεισμένο κλουβί με τα κάγκελα να στενεύουν όλο και πιο πολύ; Τι θα γίνει όταν η μονα...