Κεφαλαιο 50.

661 70 3
                                    

50.
Βαλέρια.
Ήρθε.

Αφηνω το ποδήλατο και ανεβαίνω στο δωματιο μου.Θα κάνω ένα μπάνιο και θα πάω στην Μαριγώ.

Όταν μπήκα έτρεχα αλλά όταν είδα μια βαλίτσα στην μέση του δωματίου μου σταμάτησα αποτομα.

Έκανε και κρύο.Ήταν και ανοιχτό το μπαλκόνι.

Κλείνω την πόρτα και μπαίνω πιο μέσα.
Κουνάω το κεφάλι μου και τον βλεπω έξω.

Ήρθε;Πιο νωρίς;

Και με το που ήρθε έτρεξε εδώ;

Δεν ξέρω πως νιώθω.
Εννοώ θα ερχόταν κάποια στιγμή δεν θα έμενε πάντα στο Παρίσι.

Έξω έκανε κρύο αλλα αυτός δεν φόραγε το μπουφάν του.Εγώ το φόραγα έτσι απλά βγήκα.

«Παύλο;»λέω και γυρνάει αμέσως να με δει.

Ακόμα το ίδιο όμορφο προσωπάκι έχει.Ακόμα αυτά τα υπέροχα μάτια που νιώθεις ότι διαπερνάνε την ψυχή σου κάθε φορά που σε κοιτάνε.

«Βαλέρια.Ήρθες.Δεν σε άκουσα.»λεει και χαμογελάει.
«Τι κανείς εδώ;»ρωτάω.
«Δεν μπορούσα να κάτσω άλλο στο Παρίσι»λεει.

Κουνάω το κέφαλι μου.
Δεν ήξερα τι να πω άλλο.
Αλλά ξέρω ότι θα πρέπει να μιλήσουμε.

«Ας πήγαινες σπίτι να ξεκουραστείς και θα τα λέγαμε αργότερα»λέω.
«Ήθελα πρώτα από όλα να σε δω»λεει.

Έτρεμε κάπως.
«Θες να μπούμε μέσα να μιλήσουμε;»
«Όχι.Και εδώ καλά είμαι»απαντάει.
«Θα κρυώσεις.Έλα μέσα...»λεω και μπαίνω μέσα καθώς με ακολουθεί.

Βγάζω το μπουφάν και το αφηνω στο κρεβάτι.
Γυρνάω σε αυτόν.

Ποτέ δεν ήταν δύσκολο να μιλήσω στον Παύλο.Τώρα δυσκολεύομαι.

Έτσι απλά τον κοίταζα.
Και με κοίταζε.

Ξεφυσηξε μέτα.
«Μου έλειψες»λεει σιγά.

Ήταν σοβαρός.

Πήγε να μου πιάσει τα χέρια με τα χέρια του αλλά πήγα να κάτσω στο κρεβάτι μου πριν το κάνει.Έρχεται και κάθεται δίπλα μου αμέσως.

«Θα αρχίσω εγώ οκ;»λεει.
Κουνάω το κεφάλι μου.

«Ότι είπε η μαμά μου είναι απλά αυτό.Ότι είπε η μαμά μου.Δεν τα πιστεύω εγώ.Προφανώς.Για να είμαι δηλαδή μαζί σου.Δεν μίλησα ναι.Δεν θεώρησα ότι έπρεπε όσο είσαι εκεί.Και δεν θεωρούσα ότι θα γίνει και αυτό για αρχή έτσι με βρήκε απροετοίμαστο.Πιστευα ότι θα σε λατρέψει αμέσως,όπως το κάνω και εγω»λεει.

Βαλέρια & Παύλος (#2 ΠΛΟΥΣΙΟΠΑΙΔΑ)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora