Εφιάλτης

310 7 0
                                    

Οι μέρες πέρασαν. Η Ασημίνα ανακοίνωσε στην Ελένη και τον Λάμπρο ότι είναι έγκυος. Εκείνοι χάρηκαν πραγματικά με την ψυχή τους και ήταν αισιόδοξοι ότι από εδώ και πέρα όλα θα πάρουν τον δρόμο τους. Άλλωστε ήθελαν κι αυτοί να κρατήσουν στην αγκαλιά τους ένα παιδί και αυτό το νέο τους γέμισε πολλές ελπίδες.

Στον Νικηφόρο δεν είπε τίποτα. Δεν ήξερε πως να του το πει. Φοβόταν την αντίδραση του. Φοβόταν μήπως της πει να πάρει αυτός το παιδί μόλις γεννηθεί. Δεν ήξερε τι να κάνει. Το βιβλίο του τούς είχε αναστατώσει όλους. Δεν ήθελε να τον βλέπει να υποφέρει. Κι ήξερε ότι ο Νικηφόρος της θα υπέφερε αν μάθαινε ότι η εκείνη ήταν έγκυος και αυτός δεν ήταν δίπλα της. Οπότε επέλεξε να το κρατήσει κρυφό. Μόνο οι αδελφές της, ο Λαμπρός και η Ριζω ήξεραν για την κατάσταση της. Κι αυτό θα γινόταν μέχρι να περάσει το πρώτο τρίμηνο, που ήταν και το πιο επικίνδυνο. Αργότερα θα του το έλεγε. Ήλπιζε ότι θα τα είχαν ξαναβρεί ως τότε. Συνέχεια αυτό ήλπιζε.

Ούτε στον μικρό είπε τίποτα. Δεν ήθελε να απογοητευτεί αν συνέβαινε κάτι. Η παιδική του ψυχούλα είχε περάσει ήδη πάρα πολλά, δεν χρειαζόταν αλλά. Όταν τον έβλεπε όμως να παίζει με τα παιχνίδια του σκεφτόταν ότι σε λίγο καιρό θα είναι εκεί και το αδερφάκι του. Δεν ήθελε να κάνει αυτές τις σκέψεις. Φοβόταν. Ήταν όμως οι μόνες σκέψεις που την έκαναν να σκάει από ευτυχία. Οι δύο τους και τα παιδάκια τους. Με αυτές τις σκέψεις κοιμόταν το βράδυ.

Στη σχολική εορτη η Ελένη αποκάλυψε ότι ο Δουκας και ο Σέργιος σκότωσαν τον πατέρα τους. Αυτό τις καταρρακωσε. Μαυροφορεθηκαν και οι τρεις μέχρι να τιμωρηθεί ο φονιάς του πατέρα τους. Για άλλο φόνο θα τιμωρουνταν αλλά τουλάχιστον θα έπαιρνε κάποια δικαίωση η ψυχη του πατέρα τους.

Η Ασημίνα είχε βάλει τον μικρό για ύπνο μέχρι που άκουσε το χτύπημα στην πόρτα. Ήταν ο Νικηφόρος και ο Κωνσταντής. Φαίνονται αναστατωμένοι.
- Νικηφόρε τι κάνετε εδω; του είπε φοβισμένη.
- Οι γονείς μας έμαθαν για τον Σέργιο, της απάντησε ο Κωνσταντής τρομαγμένος.
- Πώς το έμαθαν; Ποιος τους το είπε; Εσυ; απευθύνθηκε στον Νικηφορο, Εσυ; στράφηκε στον Κωνσταντή, Μιλήστε!
- Δεν ξέρω πώς το εμαθαν! Ήρθε ο πατέρας μας και μας έκανε ερωτήσεις, είπε ο Κωνσταντής.
- Κι εσείς του το επιβεβαιωσατε; είπε η Δροσω που έτρεμε για το τι θα συμβεί.
- Δεν είχε νόημα Δροσω! Τα ήξερε όλα! απάντησε ο Νικηφόρος.
Η Ελένη δεν ήξερε τι να πει, καθοταν αμίλητη στην καρέκλα και ο Λαμπρός της είπε να της φέρει λίγο νερό. Εκείνη αμίλητη κοιτούσε το κενό.
- Περιμένουμε να ξεσπάσει η κόλαση, είπε μόλις συνήλθε και γύρισε και κοιτάξε τις αδελφές της. Είχε περάσει παρά πολλά στη φυλακή, δεν ήθελε να πάνε όλα χαμένα.
- Πάρε το παιδί και φύγε, στράφηκε η Ασημίνα στον Νικηφορο.
- Έλα κι εσύ μαζί μας Ασημίνα, την παρακάλεσε
- Κι εσύ Δροσω ας πάρουμε το παιδί και να φύγουμε, είπε ο Κωνσταντής που το μόνο που ήθελε ήταν να σωθούν.
- Δεν θα κάνουμε ασπίδα το παιδί Κωνσταντή, του φώναξε η Δροσω εκνευρισμένη.
- Ναι αλλά είναι και μια προστασία να έχετε το παιδί μαζί σας, απάντησε ο Κωνσταντής ξέροντας ότι οι γονείς του δεν θα έκαναν ποτέ κακό στο εγγόνι τους.
- Τα παιδιά είναι πιο πολύτιμα από όλους μας, είπε η Ελένη χωρίς να σκεφτεί τι ξεστομίζει και σε ποιους.
- Λενιω! της φώναξε η Ασημίνα μέσα από τα δόντια.
- Ποια παιδιά Ελένη; ρώτησε ο Νικηφόρος έχοντας τα χαμένα.
- Δεν μπορείς να του το κρύβεις άλλο, απευθύνθηκε στην Ασημίνα, η οποία άρχιζε να κλαίει.
- Τι δεν μπορείς να μου κρύβεις Ασημινα; την ρώτησε εντελώς χαμενος πια.
- Είμαι έγκυος Νικηφόρε! Περίπου δύο μηνών! Αλλά δεν ήξερα πως θα το πάρεις για αυτό δεν στο ειπα, του είπε κλαίγοντας.
- Τι; ρώτησε ο Νικηφόρος και την κοίταζε. Μόνο αυτό έκανε από τη στιγμή που το είπε.
Οι άλλοι προσπαθούσαν να βρουν μια λύση αλλά εκείνοι δεν τους άκουγαν. Κοίταζαν ο ένας τον άλλο στα μάτια και ήθελαν να αγκαλιάστουν, να φιληθουν.
Αυτό ήθελε εκείνος. Ήθελε να την πάρει στην αγκαλιά του και να τη γεμίσει με φιλιά. Να της πει πόσο την αγαπάει. Να κάνουν όνειρα και να ζήσουν όσα δεν έζησαν με τον Σέργιο. Εκείνη προσευχόταν να έχει χαρεί με αυτό το νέο και η αλήθεια είναι ότι στα μάτια του έβλεπε, εκτός από έκπληξη, χαρά.
- Θα στείλουμε το παιδί στη Λάρισα με την Ουράνια, πήρε πρώτη τον λόγο, ο μικρός δεν πρέπει να είναι εδώ, είπε αποφασιστικά.
- Ωραία θα πάμε αύριο να της πούμε να μείνουν για λίγο στο σπίτι μου, είπε ο Νικηφόρος. Κι έτσι έγινε!

Την επόμενη μέρα ο Νικηφόρος, η Ασημίνα κι ο μικρός επισκέφτηκαν την Ουράνια και της ζήτησαν αυτή τη χάρη. Εκείνη δέχτηκε. Πηρε τα παιδιά και πηγαν στο σπίτι του Νικηφόρου. Η Ασημίνα από την άλλη είχε αλλά σχέδια. Πήγε να βρει τη Μυρσίνη και τον Δούκα, όπως είχε ζητήσει ο ίδιος από τα παιδιά του. Η Μυρσίνη δεν έμεινε να την ακούσει. Αφού την έβρισε και την χαστούκισε έφυγε από την τραπεζαρία αφήνοντας την με τον Δούκα. Στον διάλογο που είχαν κατάλαβαν και οι δυο πως ήταν θύτες και θύματα ταυτοχρόνως. Δεν είπε τίποτα για την εγκυμοσύνη της. Έφυγε και πήγε σπίτι της. Την περίμεναν οι αδελφές της. Έφτασε βράδυ. Είχαν μαζευτεί όλοι στο σταμιρεικο έχοντας μαζί τους όπλα. Ο Κωνσταντής ήταν έξω, παραφυλουσε με την καραμπίνα. Κοντά του η Δροσω να του δώσει να πιεί ένα ζεστό. Ο Λάμπρος κι η Ελένη στο δωμάτιο τους έτρεμαν για το κακο που ερχόταν αλλά και οι δυο έδειχναν δυνατοί ο ένας μπροστά στον άλλο. Ο Νικηφόρος κι η Ασημίνα στη κουζίνα. Ο Νικηφόρος γέμιζε το όπλο του κοιτώντας την Ασημίνα που έδειχνε φοβισμένη.
- Πώς εγινε; Εννοω οι γιατροί μας είχαν πει ότι είναι δύσκολο...,προσπάθησε να πει.
- Ο γιατρός μου εξήγησε ότι δεν αποκλείστηκε ποτέ το ενδεχόμενο της εγκυμοσύνης και...
- Και; Τι; την κοιτούσε χαμενος
- Μου είπε ότι σε αυτές τις περιπτώσεις βοηθά και η ψυχολογία της γυναίκας, του απάντησε με χαμηλωμένα βλέμμα.
- Δηλαδη; Ήσουν ήρεμη και...χαρουμενη;
- Ήμουν ευτυχισμένη Νικηφόρε! του απάντησε κοιτώντας τον στα μάτια.
- Στο Παρίσι ήμουν ευτυχισμένη, συνέχισε, πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια ένιωσα αυτό το συναίσθημα και είμαι σίγουρη ότι εκεί εγινε το παιδί, είπε με δάκρυα στα μάτια.
- Κι εγώ ήμουν ευτυχισμένος Ασημίνα! Πολύ ευτυχισμένος! Κι αν έρχονταν αλλιώς τα πράγματα τώρα θα ήμουν ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο! της ειπε σκουπίζοντας τα δάκρυα της.
- Τώρα δηλαδή χαρηκες; τον ρώτησε απεγνωσμένη.
- Είναι δυνατόν να μην χάρηκα που περιμένεις το παιδί μου; Εε; Είσαι ο ερωτας της ζωής μου. Η μεγάλη μου αγάπη. Το οξυγόνο μου. Η ανάσα μου. Πώς γίνεται να μην χαρώ όταν ξερω ότι μέσα σου μεγαλώνει το παιδί μας;
Εκείνη δεν ήξερε τι να πει ή τι να κάνει. Μοναχα τον κοίταζε με αγάπη. Εκείνος δεν πίστευε την αγαπη που έβλεπε στα μάτια της. Έτσι πλησίασε το πρόσωπο της και τη φίλησε. Ανταποκρίθηκε στο φιλί του και συνέχισαν να φιλιούνται μέχρι που πήρε πρώτος τον λόγο.
- Δεν θα αφήσω κανέναν να σας πειράξει. Προτιμώ να πεθάνω εγώ πάρα εσείς!
- Τι λόγια είναι αυτά Νικηφορε; Κανεις μας δεν θα πάθει τίποτα. Δεν γίνεται να πάθει κάνεις μας τίποτα. Σε παρακαλώ υπόσχεσου! Υπόσχεσου πως δεν θα πάθεις τίποτα! τον παρακαλούσε ταραγμένη.
- Ησύχασε κορίτσι μου! Ησύχασε! την καθησύχασε παίρνοντας την στην αγκαλιά του, δεν πρόκειται να πάθω τίποτα. Στο υπόσχομαι!
Αλλά δεν ήταν σίγουρος για την υπόσχεση που της έδωσε.

Διέξοδος στα θαύματαWhere stories live. Discover now