Συνειδητοποιηση

268 3 0
                                    

Έφτασαν στην εκκλησία όλοι μαζί. Ο Νικηφόρος κρατούσε από το χέρι την Ασημίνα ενώ ο Κωνσταντής την Δρόσω. Ο Σέργιος χαρούμενος που οι γονείς και οι θείοι του είναι μαζί τρέχει να βρει τους φίλους του να παίξει. Η Ασημίνα τους χάζευε. Ποιος να της το έλεγε κάποιους μήνες πριν ότι θα είναι όλοι μαζί ενωμένοι και χαρούμενοι. Της ήρθαν στο μυαλό όλες αυτές οι μνήμες των τριών τελευταίων μηνών...
~Τρεις μήνες πριν~
Η Ασημίνα τάιζε τις κοτούλες στο κοτέτσι όταν είδε τον Νικηφόρο να έρχεται προς το μέρος της.
- Καλημέρα Νικηφόρε! Πως κι από 'δω; τον ρώτησε χαρούμενη.
- Καλημέρα! Ήθελα να δω αν είσαι καλά ή αν χρειάζεσαι κάτι; της απάντησε.
- Όχι είμαι μια χαρά! Θα πάω σε λίγο στο γιατρό να με εξετάσει, του είπε καθησυχάζοντας τον.
- Ωραια θέλεις να πάμε μαζί;
- Ναι! Θα το ήθελα πολύ! του είπε ενθουσιασμένη.
- Πάω να ετοιμαστώ και έρχομαι, συνέχισε.
Ανέβηκε στο σπίτι να αλλάξει και ο Νικηφόρος έμεινε κάτω στην αυλή να την περιμένει. Αυτές τις μέρες σκεφτόταν, συνέχεια σκεφτόταν. Πως θα μπορούσε να αφήσει πίσω του τον φόνο; Πως θα μπορούσε να την κοιτάζει στα μάτια χωρίς να βλέπει το ψέμα που του έκρυβε τόσα χρόνια; Προσπαθούσε να το αποδεχτεί, ίσως και να το ξεχάσει αλλά δεν μπορούσε. Χρειαζόταν χρόνο και αυτό δεν τον είχε. Ήθελε να είναι κοντά της στην εγκυμοσύνη της αλλά δεν ήξερε αν μπορούσε να τα αφήσει όλα πίσω του.
Την είδε να κατεβαίνει τις σκάλες χαρούμενη και πιο όμορφη από ποτέ. Τα μάτια της έλαμπαν και ήταν απολύτως λογικό για τον Νικηφόρο. Είχε μέσα της το φως, ζούσε το όνειρο της και αυτό ήταν που την έκανε ακόμα πιο όμορφη στα μάτια του Νικηφόρου.
- Είμαι έτοιμη! Πάμε;
- Πάμε!
Πήγαν στον γιατρό. Όση ώρα την εξέταζε ο γιατρός, ο Νικηφόρος πήγαινε πάνω κάτω. Κι αν έβρισκαν κάτι; Κι αν πάθαινε κάτι το παιδί; Κι αν πάθαινε κάτι εκείνη; Όχι! Αυτό δεν μπορούσε να το δεχτεί. Εκείνη δεν έπρεπε να πάθει τίποτα! Δεν μπορούσε να το αντέξει αν πάθαινε κάτι εκείνη!
Ο γιατρός βγήκε έξω με ένα βλέμμα ανήσυχο.
- Γιατρέ! Η γυναίκα μου; ρώτησε φοβισμένος για την απάντηση.
- Κύριε Σεβαστέ καθίστε και θα έρθει και η σύζυγος σας, του είπε ο γιατρός κι εκείνη την ώρα βγήκε και η Ασημίνα από το δωμάτιο εξέτασης. Το βλέμμα της είχε χάσει την λάμψη του, αυτό μπορούσε να το δει καθαρά. Κάτι την προβλημάτιζε.
- Ελάτε κυρία Σεβαστού καθίστε, της είπε ο γιατρός
- Λοιπόν γιατρέ τι συμβαίνει; ρώτησε ανήσυχος ο Νικηφόρος
- Κοιτάξτε κύριε Σεβαστέ η γυναίκα σας δεν είναι όπως όλες οι εγκυμονούσες. Θα πρέπει να προσέχει διπλά και πάνω από όλα να είναι ήρεμη!
- Μα γιατρέ, τον διέκοψε η Ασημίνα, προσέχω και παίρνω και τα δυναμωτικά που μου έχετε δώσει. Δεν καταλαβαίνω τι άλλο πρέπει να κάνω, είπε η Ασημίνα δακρυσμένη, ενώ ο Νικηφόρος της έπιασε το χέρι.
- Δεν αντιλέγω κυρία Σεβαστού ότι δεν προσέχετε αλλά σας έχω πει ότι σε όλες τις εγκυμοσύνες και ποσό μάλλον στη δίκη σας παίζει σημαντικό ρόλο και η ψυχολογία της μητέρας, είπε ο γιατρός
- Δηλαδή γιατρέ τι εννοείτε; ρώτησε η Ασημίνα σαν να μην καταλαβαίνει τι της λέει ο γιατρός
- Δεν κάνει να ταραζεστε ή να στεναχωριέστε! Καταλαβαίνω ότι αυτό είναι δύσκολο που σας ζητάω αλλά πρέπει να παραμείνετε μακριά από συγκινήσεις, είπε ο γιατρός
- Εντάξει γιατρέ! Μην ανησυχείτε θα φροντίσω εγώ για αυτό, είπε αποφασιστικά ο Νικηφόρος.
- Εντάξει τότε δεν έχουμε κάτι άλλο να πούμε, είπε ο γιατρός ανακουφισμένος, συνεχίστε να παίρνετε τα δυναμωτικά και την άλλη εβδομάδα θα έρθετε να σας ξαναδώ.
- Μείνετε ήσυχος γιατρέ! Θα φροντίσω εγώ για όλα, είπε ο Νικηφόρος.
- Αντίο! είπε η Ασημίνα.
Βγήκαν έξω και κοιτάχτηκαν στα μάτια. Είχαν και οι δυο ανησυχία στις ματιές τους. Όμως η Ασημίνα διέκρινε στο βλέμμα του Νικηφόρου και κάτι άλλο. Αυτό που έβλεπε εκείνος τόσα χρόνια στα δικά της μάτια. Η Ασημίνα δεν μπόρεσε να το αντέξει αυτό. Έβαλε τα κλάματα και έφυγε έξω τρέχοντας, αφήνοντας τον Νικηφόρο μόνο του μην καταλαβαίνοντας τι έχει κάνει και η γυναίκα του αντέδρασε έτσι. Έτρεξε από πίσω της να την προλάβει. Την είδε να κάθεται σ' ένα παγκάκι, να κρατάει την κοιλιά της και να κλαίει. Πήγε κοντά της.
- Γιατί κορίτσι μου; Τώρα δεν μας είπε ο γιατρός να αποφεύγεις τις συγκινήσεις; τη ρώτησε προσπαθώντας να καταλάβει τι είναι αυτό που την προβληματίζει.
- Δεν μπορούμε να είμαστε μαζί Νικηφόρε! του είπε εκείνη με ένα παράπονο στη φωνή της
- Έχουν γίνει πολλά τον τελευταίο καιρό και είναι δύσκολο να τα ξεχάσουμε, αλλά μπορούμε να προσπαθήσουμε, προσπάθησε να την καθησυχάσει καθώς της έπιανε το χέρι.
- Όχι δεν μπορούμε! του φώναξε η Ασημίνα, ποτέ δεν θα μπορέσουμε ούτε να ξεχάσουμε ούτε να προσπαθήσουμε. Το κάναμε αυτό μερικά χρόνια πριν και κοίτα που καταλήξαμε. Είμαστε χωρισμένοι και περιμένω το παιδί σου. Δεν αντέχω να βλέπω αυτή την απογοήτευση στα μάτια σου, αυτή την καχυποψία. Δεν μπορώ! του φώναξε μέσα στους λυγμούς της.
- Ξέρεις πόσες φορές είδα αυτή την απογοήτευση και την καχυποψία στα δικά σου μάτια Ασημίνα; τη ρώτησε με ήρεμη φωνή.
- Είδες γιατί δεν υπάρχει καμία ελπίδα για μας; Το έχουμε ζήσει, το έχουμε προσπαθήσει και αποτύχαμε, του είπε η Ασημίνα παραιτημένη πια.
- Υπάρχει Ασημίνα! Υπάρχει αρκεί να τη βρούμε! της είπε και την πήρε στην αγκαλιά του.
Γύρισαν στο σταμιρέικο. Χαιρετήθηκαν και εκείνη μπήκε μέσα. Δεν ένιωθε καλά, πνιγόταν, δεν μπορούσε να βρει ησυχία. Πήγε να ξαπλώσει μήπως και ηρεμήσει. Ξάπλωσε στο κρεβάτι της, την πήρε αμέσως ο ύπνος. Με την εγκυμοσύνη κοιμόταν περισσότερο από πριν. Και η αλήθεια είναι ότι μόνο στον ύπνο της δεν σκεφτόταν.
Ο Νικηφόρος ήταν ανήσυχος στο σπίτι του στη Λάρισα. Δεν τον χωρούσε ο τόπος. Αυτά που του είπε η Ασημίνα τα είχε σκεφτεί κι αυτός, αλλά δεν ήξερε τι να κάνει. Εκείνη την ώρα μπήκε μέσα ο Κωνσταντής που έμενε μαζί του.
- Νικηφόρε τι έχεις; Προβληματισμένος μου φαίνεσαι...
- Άσε με Κωνσταντή, άσε με να χαρείς!
- Γιατί ρε αδερφέ τι έγινε; Έπαθε κάτι η Ασημίνα;
- Όχι!
- Τότε γιατί έχεις τέτοια μούτρα;
- Γιατί την αγαπάω Κωνσταντή! Την αγαπώ με όλη τη δύναμη της ψυχής μου! του φώναξε
- Την αγαπάω αλλά δεν μπορούμε να είμαστε μαζί! είπε με παράπονο
- Δεν καταλαβαίνω Νικηφόρε γιατί δεν μπορείτε να είστε μαζί! τον μάλωσε ο Κωνσταντης, έχει μέσα της το παιδί σας, η ζωή σάς δίνει μια δεύτερη ευκαιρία και εσυ κάθεσαι και κλαίγεσαι!
- Δεν κλαίγομαι Κωνσταντή! Δεν ξέρω πως να το διαχειριστώ! του έλεγε ο Νικηφόρος παραιτημένος πια.
- Εσύ μου είπες από μόνο σου ότι την αγαπάς. Κι αυτή η αγάπη θα είναι το γιατρικό σας! του είπε ο Κωνσταντης.
Ο Νικηφόρος τα έχασε δεν του είχε ξαναμιλήσει έτσι ο αδερφός του. Κι όμως είχε δίκιο! Εκείνος πρώτος είχε πει ότι η αγάπη τα γιατρεύει όλα! Τώρα γιατί δεν το πίστευε;
- Σκέψου τι έχει κάνει η Ασημίνα για σένα Νικηφόρε, συνέχισε ο Κωνσταντής στο ίδιο ύφος, πάτησε κάτω την αξιοπρέπεια της για σένα, της φόρτωσες ένα παιδί που μόνο την απιστία σου θα της θύμιζε κι εκείνη τι έκανε; Τι έκανε  Νικηφόρε; Το αγάπησε περισσότερο κι από την ίδια της τη ζωή! Έγινε μάνα του! Έγινε το παιδί της! Κι εσύ; Εσύ δεν μπορείς να αποδεχτείς ότι η γυναίκα σου εκείνη τη νύχτα πάλεψε για τη ζωή της! Σκότωσε ένα κάθαρμα που πήγε να βιάσει την μικρή της αδερφή!
- Αυτό το κάθαρμα ήταν αδερφός μας! τον διέκοψε ο Νικηφόρος
- Ακριβώς! Κι εγώ ντρέπομαι που έχω το ίδιο αίμα με εκείνον, του απάντησε ο Κωνσταντής νευριασμένος πλέον από τη στάση του μικρού αδερφού του και πήγε μέσα στην κουζίνα.
Ο Νικηφόρος βγήκε έξω, ήθελε να πάει μια βόλτα να σκεφτεί. Πήρε το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς το Διαφάνι. Πάρκαρε λίγο πιο έξω από το χωριό και συνέχισε με τα πόδια τη βόλτα του, ώσπου έφτασε κάτω από το σπίτι της. Ανέβηκε τις σκάλες και χτύπησε την πόρτα
- Νικηφόρε τι κανείς εδώ; του είπε ψυθιριστά η Ελένη.
- Την Ασημίνα θέλω να δω. Είναι εδώ; ρώτησε στον ίδιο τόνο με αυτόν της Ελένης
- Μέσα είναι κοιμάται, του απάντησε
- Μπορώ να πάω να τη δω; ρώτησε , δεν θα τη ξυπνήσω απλώς να τη δω...
Η Ελένη του έγνεψε θετικά κι εκείνος μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Την είδε να κοιμάται και σκέφτηκε ότι ήταν σαν άγγελος. Πλησίασε και της έπιασε το χέρι. Ύστερα ξάπλωσε κι αυτός δίπλα της, όσο μπορούσε δηλαδή γιατί δεν ήθελε να την ξεβολέψει. Την χάζευε και έβλεπε μπροστά του τη γυναίκα του, τον έρωτα της ζωής του, τη μάνα του παιδιού του ή μάλλον την μάνα των παιδιών του. Εκείνη άνοιξε τα μάτια της και τον είδε δίπλα της.
- Νικηφόρε τι θες εσύ εδώ; τον ρώτησε αγουροξυπνημένη.
- Εσένα! Εσένα ήθελα να δω! της απάντησε και της έδωσε ένα φιλί.
- Τι σημαίνει αυτό Νικηφόρε; τον ρώτησε με δάκρυα στα μάτια.
- Θυμάσαι τι σου είπα στο Παρίσι; Ότι η αγάπη τα γιατρεύει όλα; τη ρώτησε.
- Θυμάμαι, απάντησε εκείνη μπερδεμένη.
- Μόνο από αυτή μπορούμε να γιατρευτούμε και μόνο αν είμαστε μαζί, της είπε.
Εκείνη τον κοίταζε δεν ήξερε τι να πει όμως ο Νικηφόρος συνέχισε
- Θέλεις; Θέλεις να είμαστε μαζί Ασημίνα μου;
- Ναι Νικηφόρε! Χίλιες φορές ναι! απάντησε  χαμογελώντας και έδωσαν ένα φιλί.
Ένα φιλί που σηματοδοτούσε το νέο αυτό ξεκίνημα στη ζωή τους!

Διέξοδος στα θαύματαWhere stories live. Discover now