Την επόμενη μέρα

189 4 0
                                    

Όλο το χωριό ήταν ανάστατο με τη νέα κυβέρνηση της χώρας. Ο Προκοπής έφυγε ξημερώματα για το βουνό, αφήνοντας μόνο τον ξάδερφο του τον Παναγιώτη, ο οποίος έτρεμε για την τύχη του ξαδέρφου του. Ο Προύσαλης με τον Άγγελο ήταν στο τμήμα συνέχεια για να πάρουν εντολές, να δουν πως θα πορευθούν από δω και πέρα. Έπρεπε να προστατέψουν τους συγχωριανούς τους, αυτό είναι το καθήκον τους, όπως έλεγαν κι οι ίδιοι. Εκτός από αυτό όμως έπρεπε να δείξουν ότι υποστηρίζουν την « Επανάσταση» και τη νέα κυβέρνηση. Μόνο έτσι θα ήταν χρήσιμοι στο χωριό και δεν θα τους ξήλωναν από τις θέσεις τους. Αυτό στην καλύτερη περίπτωση γιατί στη χειρότερη θα τους έστελναν σε κανένα ξερονήσι. Ο Άγγελος είχε διπλή υποχρέωση τώρα, διότι θα γινόταν πατέρας. Η Σοφούλα ήταν έγκυος περίπου 3 με 4 μηνών και έπρεπε να παραμένει ήρεμη, παρόλο που έτρεμε κι εκείνη για το νέο καθεστώς.

Το ραδιόφωνο έπαιζε ομιλίες του βασιλιά και εθνικά εμβατήρια. Εκείνο το ξημέρωμα όλους τους ήρωες μας τους βρήκε στο σπίτι τους. Η Ελένη, ούσα στον 8ο μήνα της εγκυμοσύνης της, τρέμει για τις αδερφές της αλλά και για την τύχη τη δική της και του άνδρα της.
- Τι θα γινόταν από και πέρα; αναρωτιέται συνέχεια.
Ευτυχώς είναι εκεί ο Λάμπρος να τη στηρίζει και να την καθησυχάζει. Αποφάσισαν κι οι δύο να κρατήσουν χαμηλούς τόνους και να μην μπλεχτούν με το νέο καθεστώς. Άλλωστε περιμένουν και ένα παιδί. Ένα παιδί που δυσκολεύτηκαν να αποκτήσουν κι για αυτό μόνο θα ανέχονταν τα πάντα. Το μόνο που έμενε τώρα ήταν να να μάθει πως ήταν οι αδερφές της. Ήξερε ότι η Δρόσω θα τραγουδούσε στο μαγαζί και ότι η Ασημίνα θα ήταν μόνη της, αφού ο Νικηφόρος θα πήγαινε κι εκείνος στη μπουάτ. Αλλά το ένστικτο της τής έλεγε πως είναι καλά κι οι δύο και δεν χρειάζεται να ανησυχεί.
- Μείνε εδώ Λενιώ, της είπε ο Λάμπρος, θα πάω εγώ να μάθω για τις αδερφές σου.
- Αποκλείεται θα έρθω κι εγώ μαζί σου! του είπε.
- Αχ αυτό το πείσμα σου Λενιώ! Σε παρακαλώ πρέπει να προσεχείς στην κατάσταση σου!
- Μια χαρά είμαι! Κι αν δω και τις αδερφές μου θα είμαι ακόμα καλύτερα!
Προφανώς κι ο Λάμπρος δεν μπόρεσε να τη συγκρατήσει και πήγαν και οι δύο να βρουν τις αδερφές της.

Εν τω μεταξύ η Δρόσω με τον Κωνσταντή με το που άκουσαν τα νέα από το ραδιόφωνο έτρεξαν στο σπίτι του Νικηφόρου και της Ασημίνας για να μάθουν κάτι νεότερο. Ο Νικηφόρος εργάζεται στην νομαρχία κι έτσι σίγουρα θα ήξερε κάτι παραπάνω. Χτυπάει το κουδούνι κι ο Νικηφόρος πάει να ανοίξει ξαφνιασμένος με το ποιος μπορεί να είναι μια τέτοια ώρα.
- Κωνσταντή! Δρόσω! Τι κάνετε εδώ; Μπείτε μέσα γρήγορα! Δεν ακούσατε την απαγόρευση της κυκλοφορίας; τους ρώτησε ο Νικηφόρος ανήσυχος.
- Το ακούσαμε Νικηφόρε αλλά θέλαμε να μάθουμε κάτι παραπάνω από σένα. Στη νομαρχία δουλεύεις δεν έχεις κάποιο νεότερο; ρώτησε ο Κωνσταντής.
- Τίποτα! ξεφύσησε ο Νικηφόρος.
- Το τηλέφωνο δεν λειτουργεί, συνέχισε.
- Τι πράγμα; ρώτησε ο Κωνσταντής και έλεγξε το ακουστικό, αφού δεν πίστευε στα αυτιά του με αυτά που συνέβαιναν.
- Τα παιδιά; Η Ασημίνα; ρώτησε η Δρόσω, που της φάνηκε περίεργο που δεν ήταν στο σαλόνι η αδερφή της.
- Η Ασημίνα είναι στο δωμάτιο μας, θηλάζει τη μικρή και ο Σέργιος στο δικό του δωμάτιο κοιμάται του καλού καιρού! Δεν έχει ιδέα τι έχει συμβεί στη χώρα! της απάντησε ο Νικηφόρος.
- Καλά, πάω να δω την Ασημίνα, είπε η Δρόσω και κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα της αδελφής της.
- Και τώρα λέγε ποσό άσχημα είναι τα πράγματα; ρώτησε ο Κωνσταντής αυτό που ήθελε να ρωτήσει ώρα τώρα αλλα δεν ήθελε να ανησυχήσει τη Δρόσω.
- Πολύ άσχημα αδερφέ! Πολύ! Έκαναν πραξικόπημα Κωνσταντή, έχουμε χούντα! Πρέπει να κρατήσουμε χαμηλούς τόνους και να μην δίνουμε αφορμές ούτε για το παραμικρό. Έχω δυο παιδιά Κωνσταντή και θα ανεχόμουν τα πάντα για αυτά και τη γυναίκα μου! εξομολογήθηκε ο Νικηφόρος, ο οποίος τα κρατούσε πολλή ώρα μέσα του.
- Κι εγώ θα προσέχω, μην ανησυχείς! Κι εγώ θα ανεχόμουν τα πάντα για τη Δρόσω! είπε αποφασιστικά καθησυχάζοντας τον μικρό του αδερφό.
Η Δρόσω άνοιξε την πόρτα της κρεβατοκάμαρας και είδε την Ασημίνα να θηλάζει το μωρό.
- Να περάσω; τη ρώτησε με ένα γλυκό χαμόγελο.
- Δροσούλα μου! Τι κανείς εδώ; ρώτησε η Ασημίνα χαμένη.
- Ήρθαμε με τον Κωνσταντή να μάθουμε αν έχετε κάτι νεότερο.
- Μπα τίποτα! Το τηλέφωνο δεν λειτουργεί και το ραδιόφωνο παίζει τα ίδια και τα ίδια. Τι θα κάνουμε Δρόσω;
- Προς το παρόν εσύ θα ηρεμήσεις και θα θηλάσεις την ανηψιά μου. Και μετά θα δούμε τι θα κάνουμε! Μην ανησυχείς τόσες φουρτούνες περάσαμε, θα την αντιμετωπίσουμε κι αυτή, την καθησύχασε παίρνοντας την στην αγκαλιά της.
Εκείνη τη στιγμή οι δύο αδερφές σαν να ξέχασαν την κατάσταση της χώρας και απορροφήθηκαν στο μικρό πλασματάκι που έπινε το γάλα του από το στήθος της μαμάς του. Έμειναν έτσι για λίγη ώρα μέχρι που χτύπησε το κουδούνι. Ποιος μπορεί να ήταν;

Ο Νικηφόρος κι ο Κωνσταντής κοιτάχτηκαν ανήσυχα μόλις άκουσαν το κουδούνι. Ο Νικηφόρος πήγε να ανοίξει και ποιους να δει; Τον Λαμπρό και την Ελένη!
- Νικηφόρε είστε καλά; Η Ασημίνα; Τα παιδιά; Α Κωνσταντή κι εσύ εδώ! Η Δρόσω; Που είναι η Δρόσω; ρωτούσε η Ελένη πανικόβλητη.
- Λενιώ ηρέμησε! Είμαστε όλοι μια χαρά! Η Ασημίνα είναι μέσα θηλάζει το μωρό και έχει πάει κι η Δρόσω, προσπάθησε να την καθησυχάσει ο Νικηφόρος.
- Ο Σέργιος; ρώτησε πάλι η Λενιώ.
- Ο Σέργιος κοιμάται του καλού καιρού! Δεν έχει πάρει χαμπάρι τίποτα! είπε ο Κωνσταντής.
- Ελάτε καθίστε! τους προέτρεψε ο Νικηφόρος.
- Ελένη να σου φέρω ένα νερό; την ρώτησε.
- Όχι πάω μέσα στις αδελφές μου, είπε και αμέσως βγήκαν από το δωμάτιο οι δυο αδερφές, που έτρεξαν στην αγκαλιά της μεγάλης τους αδερφής.
- Αδελφές μου είστε καλά;
- Καλά είμαστε Λενιώ μου! Δεν έπρεπε να έρθετε ως εδώ, τη μάλωσε τρυφερά η Ασημίνα.
- Της είπα να έρθω μόνος μου αλλά την έπιασε το πείσμα της και δεν άκουγε τίποτα, είπε ο Λάμπρος.
- Ελάτε καθίστε και πάω να φτιάξω πρωινό για όλους, είπε η Ασημίνα και την ακολούθησε κι η Δρόσω για να τη βοηθήσει.
- Λοιπόν ξέρετε τίποτα παραπάνω; ρώτησε ο Λάμπρος.
- Τίποτα και το τηλέφωνο δεν λειτουργεί, του απάντησε ο Κωνσταντής.
- Λοιπόν θα μείνετε εδώ και θα φύγετε μόλις ηρεμήσουν λίγο τα πράγματα. Μπορεί αργότερα να λειτουργήσει και το τηλέφωνο και να μάθουμε κάτι νεότερο, πρότεινε ο Νικηφόρος και συμφώνησαν μαζί του, αφού δεν είχαν κι άλλη επιλογή.

Όσα γίνονταν όλα αυτά στο Διαφάνι, στο σεβαστέικο υπήρχε μεγάλη αναταραχή. Τόσο από το νέο καθεστώς και την αβεβαιότητα που υπήρχε στη πολιτική ζωή της χώρας όσο και από τη αβεβαιότητα για την έκβαση της δίκης του Δούκα που θα γινόταν σε λίγους μήνες.
- Τι θα κάνουμε Δούκα;
- Θα δούμε πως θα πάνε τα πράγματα Μυρσίνη και θα κινηθούμε αναλόγως.
Η Μυρσίνη όμως ανησυχούσε και για τα παιδιά της. Να ήταν καλά; Να είχαν φτάσει στο σπίτι τους; Και τα εγγόνια της; Πως να ήταν τα εγγόνια της; Αυτά αναρωτιόταν όλη την ώρα και κόντευε να τρελαθεί.

Λίγη ώρα αργότερα στο σπίτι του Νικηφόρου και της Ασημίνας έτρωγαν όλοι μαζί το πρωινό τους. Ο μικρός είχε ξυπνήσει και χάρηκε πολύ που τους είδε όλους μαζεμένους στο σπίτι και που δεν θα πήγαινε σχολείο. Δεν είχε ιδέα τι είχε γίνει όση ώρα κοιμόταν! Αργότερα κατά το απογευματάκι έφυγαν ο καθένας για το σπίτι του, αφού σε λίγο θα νύχτωνε και θα απαγορευόταν η κυκλοφορία για τα καλά.
Το βράδυ η Ασημίνα και ο Νικηφόρος ξάπλωσαν μαζί στο κρεβάτι.
- Νικηφόρε θα τα καταφέρουμε;
- Θα τα καταφέρουμε καρδιά μου! Θα τα καταφέρουμε! Όσο έχουμε ο ένας τον άλλον θα τα καταφέρουμε! την καθησύχασε.
Και πράγματι όταν έχουν ο ένας τον άλλον πάντα τα καταφέρνουν! Και τώρα έχουν δίπλα τους και τα αδέρφια τους και για αυτούς ήταν πολύ σημαντική αυτή η οικογένεια που δημιούργησαν!

Διέξοδος στα θαύματαWhere stories live. Discover now