Ο καιρός πέρασε. Η μικρή Ανέτ μεγάλωνε όλο και περισσότερο, κάνοντας τους όλους να την καμαρώνουν. Μα πιο πολύ ο μεγάλος της αδερφός ο Σέργιος, που μόνο στη δίκη του αγκαλιά ηρεμούσε. Κάθε πρωί τον πήγαινε ο Νικηφόρος στο σχολείο κι έπειτα πήγαινε στη νομαρχία. Τα μεσημέρια όμως πήγαινε η Ασημίνα μαζί με την αδερφούλα του να τον πάρουν από εκεί. Μόλις τις έβλεπε έτρεχε προς το μέρος τους και κοίταζε αμέσως το καρότσι για να δει την αδερφή του. Οι γονείς τους τούς καμάρωναν πολύ και φούσκωναν από περηφάνεια και ευτυχία.
Όσο μεγάλωνε όμως η Ανέτ τόσο μεγάλωνε και η κοιλιά της Ελένης. Περίμενε να κρατήσει στην αγκαλιά της το μωρό της αν και δεν ξεκουράζονταν καθόλου. Πήγαινε στα χωράφια και έπειτα στο παρασκευαστήριο να ελέγξει αν όλα λειτουργούν όπως θέλει εκείνη. Μάταια ο Λάμπρος της έλεγε να ξεκουράζεται και της υπενθύμιζε συνεχώς να προσέχει αλλά η Λενιώ αγύριστο κεφάλι. Όσο για τη Δρόσω και τον Κωνσταντή αυτοί ζούσαν τον έρωτα τους ανενόχλητοι πια. Η Δρόσω είχε πιάσει δουλειά και στη μπουάτ του Νικηφόρου και του Κωνσταντή, εκτός από τη μπουτίκ της Ουρανίας, κι έτσι πραγματοποιούσε με κάποιο τρόπο το όνειρο της.
20η Απριλίου 1967
Είχε βραδιάσει. Η Ασημίνα ήταν μόνη της στο σπίτι με τα παιδιά. Τα είχε βάλει για ύπνο κι αυτή καθόταν στο σαλόνι και διάβαζε ένα βιβλίο. Ο Νικηφόρος ήταν στη μπουάτ. Πήγαινε ανά δυο μέρες περίπου για να ελέγχει πως πάνε τα πράγματα, δεν ήθελε να την αφήνει μόνη της με τα παιδιά. Η Ασημίνα του έλεγε συνέχεια να μην ανησυχεί κι ότι δεν πρόκειται να γίνει τίποτα. Εξάλλου σε χωριό ζούσαν τι θα μπορούσε να γίνει; Μια φωνή να έβαζε και θα μαζευόταν όλο το χωριό. Σήμερα όμως κάτι την ανησυχούσε. Κάτι θα συνέβαινε το ένιωθε αλλά δεν ήξερε τι ήταν αυτό. Φοβόταν μήπως πάθει κάτι ο Νικηφόρος στη Λάρισα ή πάθουν κάτι τα παιδιά. Όσο περνούσε η ώρα τόσο μεγάλωνε η ανησυχία της. Πήρε στο μαγαζί. Ζήτησε τον Νικηφόρο.
- Έλα αγάπη μου! Τι συμβαίνει; Έπαθαν κάτι τα παιδιά; ρώτησε όλο ανησυχία.
- Όχι όχι τα παιδιά είναι μια χαρά! τον καθησύχασε.
- Τότε τι έγινε ψυχή μου; Έπαθες κάτι εσύ;
- Όχι απλώς έχω ένα κακό προαίσθημα! Ποτέ θα γυρίσεις;
- Μην μου ανησυχείς! Είμαι μια χαρά και θα προσπαθήσω να γυρίσω όσο γρηγορότερα μπορώ! της είπε.
- Σ' αγαπάω! της ψυθίρισε στο ακουστικό.
- Κι εγώ σ' αγαπάω! του ψυθίρισε κι εκείνη.
- Μην αργήσεις να έρθεις! συνέχισε.
- Σε λίγη ώρα θα είμαι στην αγκαλιά σου! Σε φιλώ! της είπε και έκλεισαν το ακουστικό ταυτόχρονα.
Η Ασημίνα μετά από αυτό το τηλεφώνημα ένιωσε λίγο καλύτερα αλλά η ανησυχία της δεν έφυγε. Ξάπλωσε λίγο μήπως την πάρει ο ύπνος. Σε λίγη ώρα αποκοιμήθηκε. Άλλωστε ήταν πολύ κουρασμένη και λόγω των παιδιών και λόγω της μπουτίκ που ετοίμαζαν τη νέα συλλογή τους.Ο Νικηφόρος ήταν στην μπουάτ με τον Κωνσταντή και τη Δρόσω. Πάντα όταν τραγουδούσε η Δρόσω δεν έβρισκες τραπέζι στο μαγαζί. Όχι ότι τις άλλες μέρες υπήρχε διαθέσιμο τραπέζι αλλά με τη Δρόσω γινόταν πανικός. Ερχόταν κόσμος από όλη τη Θεσσαλία για να την ακούσει. Έτσι έγινε κι εκείνη την νύχτα. Το μαγαζί είχε πολύ κόσμο, ο Νικηφόρος πήγε στο δωμάτιο που είχαν την κάβα να ελέγξει τα τιμολόγια, αφού ο Κωνσταντής όσο ήταν εκεί η Δρόσω δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της. Κάποια στιγμή κοίταξε το ρολόι του. Είχε περάσει η ώρα, η Ασημίνα θα ανησυχούσε σκέφτηκε. Πήρε τα τιμολόγια για το σπίτι και βγήκε έξω.
- Κωνσταντή πέρασε η ώρα! Πάω στο σπίτι!
- Εντάξει Νικηφόρε! Καλό βράδυ!
- Ελάτε έξω γρήγορα! Βγήκε ο στρατός στους δρόμους! τους ενημέρωσε έντρομος ένας θαμώνας του μαγαζιού.
Βγήκαν έξω και πράγματι είδαν το στρατό να μπαίνει στα σπίτια και να συλλαμβάνει κόσμο. Κάποια στιγμή κάποιος από τους συλληφθέντες αντιστάθηκε. Τότε ένας άνδρας βγήκε από το στρατιωτικό όχημα και πυροβόλησε στον αέρα. Ο Νικηφόρος τον κοίταξε, δεν πίστευε στα μάτια του. Ποιος ήταν αυτός και τι ήθελε από αυτούς τους ανθρώπους; Η Δρόσω ήταν τρομαγμένη στην αγκαλιά του Κωνσταντή που τα είχε κι εκείνος χαμένα, όπως οι περισσότεροι που βρίσκονταν εκεί.
- Νικηφόρε πρέπει να πας στο σπίτι! του είπε η Δρόσω τρομαγμένη.
Εκείνος με ένα νεύμα την καθησύχασε. Μόλις τελείωσαν οι συλλήψεις, γύρισαν στο Διαφάνι.
Ο Νικηφόρος μπήκε στο σπίτι και είδε το φως του σαλονιού ανοιχτό μα η Ασημίνα δεν ήταν εκεί και το βιβλίο της ήταν πάνω στο τραπεζάκι. Κατευθύνθηκε προς την κρεβατοκάμαρα τους και την είδε να κοιμάται. Αμέσως ανακουφίστηκε. Πλησίασε στην κούνια του μωρού το οποίο κοιμόταν κι αυτό. Έπειτα πήγε στο δωμάτιο του Σεργίου, να ελέγξει αν είναι όλα εντάξει. Αφού τους βρήκε όλους καλά και να κοιμούνται, κάθισε στο σαλόνι και έβαλε ένα ποτήρι ουίσκι. Δεν μπορούσε να χωρέσει το μυαλό του αυτό που συνέβη. Κάθισε εκεί μέχρι το ξημέρωμα, ήθελε να ακούσει κάποιο νέο από το ραδιόφωνο αλλά δεν έπιανε κανέναν σταθμό. Ούτε το τηλέφωνο λειτουργούσε.Η Ασημίνα μόλις ξύπνησε είδε ότι δεν βρισκόταν ο Νικηφόρος δίπλα της. Αμέσως έβαλε κακό με το νου της. Που μπορεί να ήταν σκέφτηκε. Βγήκε έξω και τον είδε δίπλα στο ραδιόφωνο να ακούει ειδήσεις.
- Νικηφόρε!
Εκείνος της έκανε νόημα να κάνει ησυχία. Πλησίασε προς το μέρος του και άκουσε κι εκείνη το ραδιόφωνο. Άκουγε να αναστέλλονται νόμοι, να απαγορεύεται η κυκλοφορία στους δρόμους. Δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε. Κοιτούσε τον Νικηφόρο ο οποίος έμοιαζε πραγματικά τρομαγμένος.
- Τι συμβαίνει Νικηφόρε;
- Ο στρατός Ασημίνα έκανε πραξικόπημα!
- Τι πράγμα; Και τώρα τι θα κάνουμε;
- Ησύχασε! Όλα καλά θα πάνε! της είπε και την πήρε στην αγκαλιά του.
- Το παιδί; Να το ετοιμάσω για το σχολείο;
- Τι λες Ασημίνα; Δεν πρόκειται να βγούμε από το σπίτι μέχρι να δούμε τι συμβαίνει. Δεν άκουσες; Απαγορεύεται η κυκλοφορία!
- Καλά πάω να θηλάσω το μωρό, του είπε έχοντας τα χαμένα με όλα αυτά που συνέβησαν.
- Όλα καλά θα πάνε! την καθησύχασε και πάλι και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο.
Φοβόταν όμως! Φοβόταν πολύ για το τι θα συνέβαινε από δω και πέρα, παρόλο που το έπαιζε δυνατός μπροστά της.
YOU ARE READING
Διέξοδος στα θαύματα
FanfictionΛίγο καιρό μετά την επιστροφή του Νικηφόρου και της Ασημίνας από το Παρίσι τίποτα δεν είναι το ίδιο. Από σύμμαχοι εχθροί για την επιμέλεια του μικρού. Άραγε υπάρχει διέξοδος στα θαύματα για αυτούς;