Στο καμαράκι της Βιολέτας η Ασημίνα και ο Νικηφορος κάθονται αγκαλιασμένοι. Προσπαθούν και οι δυο να ηρεμήσουν από τον εφιάλτη της προηγούμενης νύχτας. Η Ασημινα πήρε πρώτη τον λόγο.
- Νικηφόρε νιώθω καλύτερα! Μήπως να βγούμε έξω;
- Είσαι σίγουρη; Δεν θες να ξεκουραστείς λίγο;
- Ναι Νικηφόρε, καλά ειμαι! Πάμε έξω!
Βγήκαν από την κάμαρη και εκεί είδαν τον Κωνσταντη και τη Δροσω να κάθονται αγκαλιά.
- Ασημινα μου είσαι καλά; ρώτησε η Δροσω
- Ναι Δροσω μου. Καλύτερα αισθάνομαι, την καθησύχασε.
- Έλα κάθισε στην καρέκλα. Μην κουράζεσαι! της είπε ο Νικηφορος.
Κάθισε και δεν είπε τίποτα. Φοβόταν ότι κάτι κακό έχει συμβεί. Φοβόταν για τον Μιλτιαδη. Αλλά προσπαθούσε να ηρεμήσει για το μωρό της. Όλα θα πάνε καλά ελέγε από μέσα της.
- Νικηφόρε πρέπει να πάμε στο σπίτι. Μας ειδοποίησε η μάνα μας, είπε ο Κωνσταντης στον Νικηφόρο.
- Πήγαινε εσυ Κωνσταντη, είπε ο Νικηφορος χωρίς δυνάμεις, δεν θέλω να την αφήσω μόνη της.
- Όχι Νικηφόρε μου πήγαινε! του πρότεινε η Ασημινα, θα ειμαι καλά εδώ!
- Είσαι σίγουρη;
- Σίγουρη ειμαι! Θα έχω και τη Δροσω και τη Βιολέτα και τη Ριζω, μην ανησυχείς!
Της έδωσε ένα φιλί και έφυγε με τον αδερφό του στο σπίτι.
Μπήκαν στο σπίτι. Κάτι πήγαινε λάθος το ένιωθαν και οι δυο. Προχώρησαν στο σαλόνι και εκεί είδαν την Αννέτ στο πάτωμα νεκρή, στην αγκαλιά του Δούκα. Προχώρησε κοντά της και της φιλισε το χέρι. Αυτή η γυναίκα ήταν η δεύτερη μάνα του, η γυναίκα που του στάθηκε και τον υποστήριζε σε όλη του τη ζωή. Εκείνη τη μέρα ο Νικηφορος έχασε τη μάνα του.
Κοιτούσε με μίσος τον Δούκα ο οποίος δεν μπορούσε να πιστέψει τι είχε γίνει.
Πήγε στο καφενείο. Ήθελε την Ασημινα. Μόνο την αγκαλιά της. Μπήκε μέσα, τα έχασαν όλοι μόλις τον είδαν. Κάποιος πέθανε δεν υπήρχε άλλη εξήγηση. Η Βιολέτα έτρεμε για τον Μιλτιαδη. Είχε περάσει τόση ώρα και κανείς δεν είχε φανεί να της πει που είναι και αν είναι καλά.
- Νικηφόρε τι συμβαίνει; τον ρώτησε η Ασημινα ταραγμένη.
- Η Αννέτ... είπε σχεδόν ξεψυχισμένα και έπεσε στην αγκαλιά της.
- Τι έπαθε η Αννέτ καρδιά μου; τον ρώτησε η Ασημινα χωρίς να ξέρει αν θέλει να ακούσει την απάντηση.
- Έφυγε Ασημινα. Έφυγε... της απάντησε έχοντας την ακόμη στην αγκαλιά του.
Οι υπόλοιποι στο καφενείο δεν ήξεραν τι να πουν. Που θα τελείωνε πια αυτός ο εφιάλτης;Εν τω μεταξύ ο Λάμπρος μαζί με τους υπόλοιπους βρήκαν τον Μιλτιαδη νεκρό. Στο σημείο που είχαν βρει τον Γιάννο. Ο Λάμπρος καταρρακώθηκε, δεν του έμεινε κανείς από την οικογένεια του. Έφυγε και το τελευταίο του στήριγμα. Μόνο η Ελένη. Μόνο εκείνη μπορούσε να του σταθεί και να τον ηρεμήσει. Μόνο εκείνη του έμεινε πλέον.
Ήρθε η επόμενη μέρα. Η μέρα της κηδείας. Όλο το χωριό μαυροφορεθηκε. Τα δυο αδέρφια του Σεβαστού έφυγαν εξαιτίας του. Ο Δούκας και η Μυρσινη πήγαν στην κηδεία. Εκεί ήρθαν αντιμέτωποι με την οργή των παιδιών τους και ολοκλήρου του χωριού. Τους έδιωξαν. Μπήκαν στο σπίτι και τον κατέστρεψαν. Έσπασαν ό,τι βρηκαν μπροστά τους. Το άλλοτε αρχοντικό του Διαφανιου είχε κατασταφει από τους ανθρώπους που ταλαιπωρούσαν οι ιδιοκτήτες του εδώ και χρόνια.
Ο Δούκας και η Μυρσινη μαζί με την Αγοριτσα έφυγαν και πήγαν στο σπίτι τους στη Λάρισα. Εκεί είχαν αποφασίσει να μείνουν, αφού τα παιδιά τους τούς ξεκαθάρισαν οτι δεν θέλουν καμία σχέση μαζί τους. Η Πηνελοπη έφυγε σχεδόν αμέσως για το Παρίσι να σπουδάσει νομική, να δικαιώσει τον Αλέξη. Ο Κωνσταντης είπε στη Δροσω την αλήθεια για τον Γιαννο. Δεν ήξεραν αν μπορούσαν να είναι μαζί για αυτό και αποφάσισαν να χωρίσουν. Ο Νικηφορος ζήτησε από την Ασημινα λίγο χρόνο για να βρει σπίτι. Στην πραγματικότητα ήθελε λίγο χρόνο για να συνειδητοποιήσει τι συνέβη. Εκείνη δέχτηκε. Θα έμενε ακόμα στο πατρικό της μέχρι να βρουν σπίτι. Η Ελένη και ο Λάμπρος δεν είχαν κανένα πρόβλημα, άλλωστε ο Λάμπρος ήθελε να υπάρχει κόσμος στο σπίτι του, να υπάρχει ζωή. Ο Σέργιος ήταν η μοναδική ακτίνα φωτός μέσα σε εκείνο το σπίτι αλλά και στις καρδιές όλων.
YOU ARE READING
Διέξοδος στα θαύματα
FanfictionΛίγο καιρό μετά την επιστροφή του Νικηφόρου και της Ασημίνας από το Παρίσι τίποτα δεν είναι το ίδιο. Από σύμμαχοι εχθροί για την επιμέλεια του μικρού. Άραγε υπάρχει διέξοδος στα θαύματα για αυτούς;