Στη μαύρη του Δεκέμβρη νυχτιά,
δεντρί μου ευτυχισμένο,
κάθε κλαδί, παγωμένο, ξεχνά
πως έχαιρε ανθισμένο·
μα ο βοριάς, όσο αν σφυρίξει,
και σφοδρότατα αν φυσήξει,
χάμω δεν μπορεί να τα ρίξει –
κι η άνοιξη θα ξαναρθεί.
Στη μαύρη του Δεκέμβρη νυχτιά,
ρεματιά μου μακαρισμένη,
τ’ Απόλλωνα τη θερινή θωριά
ξεχνάς πως είχες ιδωμένη·
μα, σ’ απολησμονιά γλυκιά,
στάσιμα μένουν τα νερά,
και κλάψα δεν ακούς καμιά
για την παγερή εποχή.
Αχ! και να ‘ταν έτσι φερμένα
για αγόρια και κορίτσια γλυκά –
μα βρέθηκε ποτέ κανένα
να μην κλαίει αλλοτινή χαρά;
Του αποχωρισμού η πίκρα η τόση,
σαν τίποτε δεν μπορεί να ναρκώσει
το νου, ή το πλήγμα να βαλσαμώσει,
σε στίχους δεν έχει ειπωθεί.
-John Keats