Φεύγεις μια μέρα για το σούπερ μάρκετ
κι έχεις ξεχάσει σπίτι το κλειδί
μα τι να γίνει ξεκινάς
κάνεις τα ψώνια κι επιστρέφεις.
χτυπάς. ακούς κλάματα μέσα, θρήνο.
το ντριν σου δεν ακούγεται.
εγκαταλείπεις.
περνάς σαράντα μέρες στην εξώπορτα
κοιμάσαι στο πατάκι. ξαναχτυπάς.
όλοι απορροφημένοι μάλλον, δε σ’ ανοίγουν.
ανεβοκατεβαίνεις με το ασανσέρ για να περάσει η ώρα.
στα χέρια σου έχεις πάντα τις σακούλες.
περνάνε χρόνια. κάποτε
βγαίνεις ξανά στον έκτο.
χτυπάς ξανά με χέρια φορτωμένα.
δε σου ανοίγουν πάλι.
μάλλον ποτέ δε θα σ’ ανοίξουν.
το αισθάνεσαι μα πού να πας;
μπαίνεις στο ασανσέρ ξανά κι ανεβοκατεβαίνεις.
όλα θα ήταν διαφορετικά
αν τότε είχες θυμηθεί να πάρεις το κλειδί.
πού να το είχες παραχώσει αλήθεια;
ανεβοκατεβαίνοντας θυμάσαι τελικά
ότι ποτέ κανείς δε σου ’δωσε κλειδί.
αφήνεις απ’ τα χέρια τις σακούλες.
είσαι αθώος.
βγαίνεις ξανά στον έκτο. δε χτυπάς.
μπαίνεις απλώς στο σπίτι σου. έχεις πεινάσει.
το βραδινό τραπέζι είναι στρωμένο
ο νεκρός έφυγε από το σαλόνι
κι όλοι σε περιμένουν γελαστοί.
παίρνεις το πιάτο και πηγαίνεις μέσα.
τρως ολομόναχος
θρηνώντας τον σπαταλημένο χρόνο σιωπηλά.
πάντα έτρωγες σαν ξένος.-Γιάννης Στούπας