Μια χειμωνιά τρεις άστεγοι, που από τον πάγο σβήναν,
σε μια ταβέρνα που έκλεινε μπήκαν ορμητικοί.
Κι ενώ πολύ διψούσανε καθόλου αυτοί δεν πίναν,
αλλά το χώμα κοίταζαν κι οι τρεις τους σκεφτικοί.
Κι ο ταβερνιάρης που άλλοτε την ώρα αυτή σφαλούσε,
γιατί είχε σπίτι ερημικό και φαμελιά πολλή
να τούς ειπεί πως πέρασεν η ώρα δεν τολμούσε,
γιατί ήτανε παράξενοι και σκοτεινοί πολύ.
Κι όταν σαν άχνιζεν η αυγή τόν αποχαιρετήσαν
ένα κρασί τούς πρόσφερε κι αυτός να ζεσταθούν,
ενώ από οίκτο κι ανθρωπιά τα μάτια του δακρύσαν.
Μα αυτοί οι τρεις περήφανοι δεν πήρανε να πιούν.-Νικηφόρος Βρεττάκος