Κεφάλαιο 20 - Σκοτεινά ένστικτα

91 33 79
                                    

Τι είχε στο μυαλό του; Πώς ξεκίνησε να μπει εδώ μέσα, χωρίς να έχει σκεφτεί έναν τρόπο διαφυγής; Χωρίς να έχει ενημερώσει κάποιον για το τι πρόκειται να κάνει; Να έχει δημιουργήσει μια δικλείδα ασφαλείας; Πριν λίγες ώρες δεν είχε ιδέα τι γινόταν εδώ μέσα. Ερχόταν μόνο με κάποιες εικόνες που είχε από τις προβολές στο μυαλό της Έμμα και μια αίσθηση ότι κάτι συμβαίνει εδώ, κάτι ύποπτο που είχε τρομοκρατήσει την Έμμα τόσο πολύ ώστε να το θάψει στο υποσυνείδητό της. Η λαχτάρα του να καταλάβει τι έχει συμβεί στο κορίτσι, τον έκανε παρορμητικό και τώρα βρισκόταν εγκλωβισμένος σε ένα χώρο που δεν είχε τρόπο να φύγει και έναν κλοιό από άνδρες με μαύρες μάσκες που τον πλησίαζαν όλο και πιο απειλητικά. Όταν θα έφτανε κάποιος δίπλα του να του ζητήσει τον αριθμό που αντιπροσώπευε τη δική του διαστροφή, δεν θα είχε τίποτα να πει και τότε θα αποκαλυπτόταν αμέσως ότι ήταν εισβολέας.

Προχώρησε πίσω προς το χώρο που βρισκόταν το τραπέζι με το τεράστιο παγωμένο γλυπτό. Κοίταξε στην αίθουσα μπροστά του. Είχαν μείνει πέντε άτομα ακόμα, που περίμεναν τους άνδρες με τα μαύρα να επιστρέψουν και να τους συνοδεύσουν στον ιδιαίτερο χώρο τους. Και οι πέντε κοιτούσαν προς τις πέτρινες καμάρες, περιμένοντας με λαχτάρα να έρθει η σειρά τους να τους μεταφέρουν. Δεν είχε πολύ χρόνο, με μια γρήγορη κίνηση, προσπαθώντας να μην κάνει τον παραμικρό θόρυβο, έσκυψε και χώθηκε κάτω από το μεγάλο τραπέζι. Μαζεύτηκε σε μια γωνιά και τράβηξε τον κόκκινο μανδύα κάνοντάς τον ένα κουβάρι στην αγκαλιά του, από φόβο μην εξέχει και φανεί κάτω από το τραπέζι. Το μακρύ λευκό τραπεζομάντηλο που ήταν στρωμένο πάνω στο τραπέζι, έπεφτε πλούσιο στα πλάγια μέχρι το πάτωμα. Θεωρητικά δεν θα γινόταν αντιληπτή η παρουσία του, εκτός και αν κάποιος ανασήκωνε το λευκό ύφασμα. Έμεινε εκεί κρατώντας την ανάσα του και παρακολουθώντας τις ακαθόριστες σκιές που διαγράφονταν μέσα από τις μικροσκοπικές τρυπίτσες της ύφανσης του τραπεζομάντηλου.

Είδε τους άνδρες με τα μαύρα να επιστρέφουν και να παίρνουν τους τελευταίους πέντε εναπομείναντες, για να τους συνοδεύσουν στον ιδιαίτερο προσωπικό τους χώρο και η αίθουσα άδειασε. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε, τόσο έντονη που ο Ντάνιελ άκουγε τον ήχο της ανάσας του και ένιωθε τους χτύπους της καρδιάς του. Έμεινε ένα κουβάρι μαζεμένο, ένα αγρίμι κρυμμένο σε μια γωνιά κάτω από το τραπέζι, προσπαθώντας να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του.

Τι κάνουμε τώρα; Ίσως να περιμένω εδώ σιωπηλά κρυμμένος, να τελειώσει ότι γίνεται εδώ μέσα και να ξαναβγούν όλοι έξω. Κάποια στιγμή θα πρέπει να φύγουν με τον ίδιο τρόπο που μπήκανε. Με τον ίδιο τρόπο που μπήκα κι εγώ. Να χωθώ μέσα στο μπούγιο και να βγω έξω, χωρίς να με αντιληφθεί κανείς.

Κυνηγός ονείρωνWhere stories live. Discover now