Κεφάλαιο 28 - Άβυσσος

91 28 82
                                    

Ο Ντάνιελ στεκόταν μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή του στο γραφείο του νοσοκομείου, έχοντας ακόμα έντονο τον απόηχο της ομολογίας του Κλάους στο μυαλό του.

Είχε υποσχεθεί στην κυρία Μισέλ να ξεκινήσει από την επόμενη κιόλας μέρα, να κάνει επαφή με την Έμμα. Συνέχισε να ασχολείται με την προετοιμασία της συνεδρίας, που πάλευε να τελειώσει μέρες τώρα και ο θόρυβος στο κεφάλι του δεν τον άφηνε να την ολοκληρώσει. Όμως έπρεπε να ξεκινήσει. Έπρεπε να κάνει επαφή με την Έμμα. Με τα γεγονότα που είχαν συμβεί, είχαν περάσει μέρες χωρίς να την συναντήσει. Κάτι μέσα του, τού έλεγε ότι η Έμμα θα τον αναζητούσε. Δεν μπορούσε να αφήσει κι άλλο χρόνο να περάσει. Άλλωστε είχε δώσει και μια υπόσχεση που έπρεπε να τηρήσει.

Έχοντας συνέχεια δίπλα του πολύτιμη βοηθό του την Λορέν, ξεκίνησε την προετοιμασία. Η κοπέλα τον βοήθησε με τις συνδέσεις και τα ηλεκτρόδια, καθώς το δεμένο του χέρι τον δυσκόλευε στις κινήσεις του. Της έδειξε τις ρυθμίσεις που είχε κάνει και τι θα έπρεπε να παρακολουθεί και έγειρε κλείνοντας τα μάτια του, στο πλάι της Έμμα. Ο ύπνος δεν άργησε να έρθει να τον συναντήσει.

.

Βρέθηκε σε μια γκρίζα εικόνα που έδειχνε σαν να λιώνει γύρω του. Τα περιγράμματα από τα σχέδια, έχαναν το σχήμα τους. Ξεθωριασμένα χρώματα τρέχανε από τα σχέδια και μπλέκονταν μεταξύ τους, δημιουργώντας ρυάκια από χρώματα καφέ, γκρι και κόκκινα της σκουριάς. Του φάνηκε λες και βρισκόταν έξω από κάποιο σφαγείο, που μέσα ξέπλεναν το χώρο ρίχνοντας νερό με πίεση και αυτό κύλαγε προς τα έξω. Μαύρο αίμα ανακατεμένο με βρωμιές και νεκρωμένα χώματα. Ανασήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό. Γκρίζα, σκοτεινά χρώματα απλώνονταν όσο έφτανε το μάτι του. Βαριά σύννεφα σε σκούρο χρώμα, μετακινούνταν με ταχύτητα, έτοιμα να συγκρουστούν μεταξύ τους και να εκραγούν, πνίγοντας το τοπίο σε βρώμικο νερό. Ένα αίσθημα δυσφορίας τον κατέλαβε. Κοίταξε γύρω του αναζητώντας την Έμμα. Είδε στο βάθος ένα δέντρο να λιώνει και να κυλάει ανακατεύοντας τα χρώματά του με το βρώμικο ρυάκι. Εκεί, πάνω σε ένα κλαρί που στεκόταν ακόμα, καθόταν η Σμέτι. Είχε τα χέρια της στο πρόσωπό της και έκλαιγε σιγανά. Την πλησίασε γεμάτος αγωνία.

-Σμέτι, τι συμβαίνει εδώ; Πού βρίσκεται η Έμμα;

-Γιατί το έκανες αυτό χαζούλη; Της γέμισες το κεφάλι με περίεργες ιδέες, της μίλησες για μοναξιά και αγάπη, την ξεσήκωσες να αντιμετωπίσει ότι πάσχιζε να κρύψει και να ξεχάσει τόσον καιρό και μετά εξαφανίστηκες.

Κυνηγός ονείρωνWhere stories live. Discover now