Την αγαπούσε. Μόνο ο Θεός ήξερε πόσο την αγαπούσε! Κάθε φορά που την έβλεπε να κάνει βόλτα στην Κηφισιά με τον Όμηρο, ένα καρφί πλήγωνε την καρδιά του. Ήταν ομορφη, γλυκιά, αρχοντική, τα μαλλια της έλαμπαν στις αχτίδες του ηλιου, και αυτός πάντα την κοιτούσε από μακριά. Δεν ήξερε αν τον έβλεπε κάθε φορά που πετύχαινε το ζευγάρι στη βόλτα του, κάποιες φορές ένιωθε τα μάτια της πάνω του, σαν να προσπαθούσε να του πει κρυψου, δεν θέλω να σε δει και να σου κάνει κακό...άλλες φορές ίσως να μην τον είχε παρατηρήσει καν...αυτό τον στεναχωρούσε, γιατί αυτός ένιωθε την παρουσία της ακόμη και όταν δεν τη έβλεπε με τα μάτια του. Ήξερε πότε έμπαινε σε ένα μαγαζί που τύχαινε να είναι και ο ίδιος μέσα, τον περιτριγύριζε το άρωμα της, άκουγε τον ήχο των τακουνιών της, και αν τύχαινε να περάσει και δίπλα του ανατρίχιαζε ολόκληρος...δεν πρόλαβε...δεν πρόλαβε να την πάρει και να φύγουν, να την κλέψει και να ζήσουν μακριά αφου δεν του επιτρεπόταν καν να την ζήτησε σε γάμο, δεν είχε το απαραίτητο κοινωνικό αντικρυσμα ακόμη για μια κόρη Πανθέου. Ήταν υπάλληλος τράπεζας μεν, αλλά μια κόρη Πανθέου, θα παντρευόταν τουλάχιστον επιχειρηματία, ή τον διευθυντή της τράπεζας. Πρέσβη, γιατρό, κάτι τελος πάντων ανώτερο από τον ίδιο...η δίκη του καρδιά ομως χτυπούσε μόνο γι'αυτην! Από την πρώτη στιγμή που την είδε την ερωτεύτηκε...το βλέμμα της είχε άλλοτε μια γλύκα και άλλοτε μια...αυθάδεια, τον κοιτούσε σαν να του έλεγε «τολμάς να με αγαπήσεις; Αντέχεις;» Και αυτός άντεχε...αχ, πώς άντεχε τόσα χρόνια να την κοιτάζει από μακριά...στην αρχή την πλησίασε δειλά, είχε πάει στην τράπεζα που δούλευε με την μεγάλη της αδερφή, την Χρυσοστομη για κάτι δουλειές και όσο αυτός εξηγούσε στην Χρυσοστόμη τι έπρεπε να γίνει με τον λογαριασμό τους, αυτή παρατηρούσε γύρω της τον χώρο...και τον ίδιο. Τον κοιτούσε και ο Γεράσιμος ξεχνούσε τα λόγια του. Και στη Δέσποινα άρεσε, πώς να μην της αρέσει άλλωστε, ψηλός, όμορφος, με κάτι γαλάζια μάτια...θαλασσινά, τα κοιτούσες και σε ταξίδευαν! Χανόσουν μέσα τους όπως χάνεσαι στην καλοκαιρινή θάλασσα και όταν την κοιτούσε με τόσο θαυμασμό, κάτι γινόταν μέσα της, δεν καταλάβαινε τι ακριβώς, αλλά ένιωθε μια ζεστασιά, κοκκίνιζαν τα μάγουλα της και χαμήλωνε το βλέμμα. Όταν την έβλεπε έτσι ο Γεράσιμος έχανε τα μυαλά του...Μια, δυο σαν κάτι να κατάλαβε η Χρυστοστομη αλλά δεν έδειξε κάτι φυσικά. Τελείωσαν τις δουλειές στην τράπεζα και έφυγαν αποχαιρετώντας τον πολύ ευγενικό και εξυπηρετικό κύριο Σολδάτο. Και αυτός έμεινε να κοιτάζει το όμορφο κορίτσι, με τη μέση δαχτυλίδι και τα λαμπερα της μαλλια να απομακρύνονται...
Συνήλθε και κρύφτηκε καλύτερα πίσω από το δέντρο, εκείνη τη στιγμή το ζευγάρι περνούσε σχεδόν από μπροστά του. Η Δέσποινα τον ειδε, του χαμογέλασε ελαφρώς και συνέχισαν το δρόμο τους...αχ Δέσποινα... τον είχε γυρίσει πάλι πίσω...δεκα χρόνια πίσω....
YOU ARE READING
Αγάπη για πάντα
FanfictionΗ Δέσποινα και ο Γεράσιμος. Μια αγάπη βαθιά. Δεν έμελε να ανθίσει. Επέμεινε. Για χρόνια. Μήπως ήταν επιτέλους η ώρα για λίγη ευτυχία;