8. Φυγή

26 2 0
                                    

Οι επόμενες μέρες πέρασαν γρήγορα, χωρίς όμως ευκαιρία να βρεθεί το ζευγάρι. Ειδωθήκαν από μακριά στο δρόμο τυχαία χωρίς όμως να μπορούν να μιλήσουν και πρόφαση να πάει να τον δει η Δέσποινα δεν είχε καταφέρει να βρει. Ο Ομηρος πάλι είχε φροντίσει να κάνει αισθητή την παρουσία του προτείνοντας βόλτες και περιπάτους, σε καποιους απο τους οποίους ευτυχώς η Δέσποινα είχε αντισταθεί και πει όχι. Αλλά και πόσα όχι να πει χωρίς να τραβήξει τις υποψίες; Ήταν ευχάριστη η παρέα του αλλά ως εκεί, ούτε καν για φίλο δεν είχε αποφασίσει αν τον ήθελε, πολλω δε μάλλον για σύντροφο. Περνούσε συμπαθητικά στις εξόδους τους αλλά και να μην είχαν βγει το ίδιο θα της έκανε.  Το ίδιο βράδυ ένα μεγάλο τραπέζι στήθηκε με όλα τα καλά του Θεού σαν να είχαν γιορτή. Όλοι είχαν χαρές λες και γιόρταζαν κάτι, η Δέσποινα ωστόσο δεν είχε ιδέα τι γίνεται. Κατέβηκαν ολοι στην τραπεζαρία και φαγητό και η Δέσποινα λίγο ελειψε να πάθει συγκοπή. Από την πόρτα έμπαινε ο Όμηρος με τους γονείς του με λουλούδια και γλυκά. Ένιωσε να της έρχεται λιποθυμία...πατέρα ελπίζω να μην έκανες αυτό που νομίζω ότι έκανες σκέφτηκε μόνη της και πάνω που πήγαινε να φύγει έπεσε πάνω στην Χρυσοστομη. 

Δέσποινα ήρθε ο Όμηρος με τους γονείς του, δεν θα τους χαιρετήσεις; 

Χρυσοστομη, αν έχετε κάνει με τον πατέρα αυτό που νομίζω, θα φύγω και δεν θα με ξαναδείτε της είπε με οργή. 

Έλα, έλα άσε τα δράματα τώρα και πάμε να χαιρετήσουμε τους ανθρώπους; Πού είναι οι τρόποι σου Δέσποινα, καλεσμένους έχουμε, έλα σε παρακαλω! της είπε αυστηρά η Χρυσοστομη και την έσπρωξε ελαφρά προς την πόρτα. 

Καλησπερα σας, καλώς ήρθατε! 

Καλησπερα Χρυσοστομη, καλησπερα Δέσποινα! 

Καλώς ήρθατε, είπε ανόρεχτα η Δέσποινα και προσπάθησε μάταια να αποφύγει τον Όμηρο που την πλεύρισε διακριτικά. 

Κάθισαν όλοι στο τραπέζι και τα πιάτα άρχισαν να εναλλάσσονται  το κρασί έρρεε άφθονο και όλοι φαίνονταν να περνάνε υπέροχα, εκτός από την Δέσποινα που υποψιαζόταν ότι κάτι επίσημο είχε έρθει να κάνει στο σπίτι τους η οικογένεια Γαλατη αλλά ακόμη δεν είχε ειπωθεί τίποτα οπότε ηλπιζε... 

Θα ήθελα να κάνω μια πρόποση, είπε ο πατέρας και αμέσως οι κουβέντες σταμάτησαν. Η Δέσποινα κατάπιε, κάτι κακό ερχόταν ήταν σίγουρη...

Έχω μεγάλη χαρά απόψε που φιλοξενούμε στο σπίτι μας τον εριτιμο κυριο Γαλατη, φίλο και σημαντικό μέλος της υψηλής κοινωνίας της πόλης μας και την υπέροχη οικογένεια του, που σύντομα θα γίνει και δίκη μας οικογένεια. Ηρθε η ώρα να εορταστούμε και κατι ευχάριστο, κάτι που θα οδηγήσει στην σύναψη ακόμη στενότερων σχέσεων μεταξυ των δυο οικογενειών. Οι αρραβώνες της μικρής μου κόρης, της Δέσποινας με τον φέρελπι και ιδιαιτέρως αξιόλογο νεαρό Ομηρο Γαλατη θα μας ενώσουν και οικογενειακά και κοινωνικά. Στην υγεία τους λοιπόν! Να έχουν μια ζωή γεμάτη χαρές! Και σε δυο βδομαδες θα γίνουν και οι γάμοι! Άντε και σιγά σιγά θα γίνουμε και παππούδες, έτσι; είπε ο Βλάσσης και σήκωσε το ποτήρι του γελώντας! Τα πεθερικά της Δέσποινας έλαμπαν από χαρά, ο Όμηρος επισης, όλοι χαίρονταν εκτός από την...νύφη που κοιτούσε σαν να της μιλούσαν άλλη γλώσσα. Μέσα σε ένα σύννεφο έγιναν όλα, ο Ομηρος σηκωθηκε, της πέρασε ένα δαχτυλίδι στο δάχτυλο, την φίλησε σταυρωτά, αλλά η Δέσποινα δεν καταλάβαινε τι γινόταν. Σαν να συνέβαιναν σε κάποια άλλη όλα αυτά. Σαν να έβλεπε όνειρο, είχε παγώσει και δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει ούτε να κάνει κάτι. Προσπαθούσε να χαμογελάσει αλλά ούτε και αυτό της έβγαινε. Η Χρυσοστομη προσπαθούσε να την κάνει να..συμμετάσχει κάπως αλλά εσταθη αδύνατον. Κάποια στιγμή το πέπλο της ομίχλης σηκωθηκε από το μυαλό της και αναγκάστηκε να ανεχτεί τις ευχές και τις αγκαλιές όλων για την μεγάλη της τύχη. Ευτυχώς μετά απο αυτο η οικογένεια Γαλατη αποχώρησε ευχαριστημένη και χωρίς να έχει καταλαβει  κάτι για την Δέσποινα. Άλλωστε τα κορίτσια της καλής κοινωνίας δεν έδειχναν ποτέ ιδιαίτερα συναισθήματα, αυτά ήταν για..κατώτερους ανθρώπους, τα κορίτσια της καλής κοινωνίας κρατούσαν πάντα την θέση τους, χωρίς εξάρσεις συναισθηματικές ούτε θετικές, ούτε αρνητικές. Η βραδιά τελείωσε και όλοι αποσύρθηκαν στα δωμάτια τους, εκτός απο την Δέσποινα και την Χρυσοστομη. Η μικρη βγήκε στον κηπο και καθόταν μέσα στο κρύο προσπαθώντας να σκεφτεί πώς θα φύγει απο το σπίτι, πώς θα φύγει με τον Γερασιμο, πώς θα φύγει γενικώς, πάντως γάμος δεν θα γινόταν. Η Χρυστοστομη την πλησίασε και τύλιξε στους ώμους της μια ζακέτα.

Θα κρυώσεις αγάπη μου, έλα μέσα. 

Καμία απάντηση. 

Δεν μου μιλάς; Δεν φταίω εγώ για αυτό που έγινε απόψε, ο πατέρας με τον Γαλατη το αποφάσισαν, το μεσημέρι μου το ανακοίνωσαν, δεν το ήξερα Δέσποινα. 

Δεν με νοιάζει αν το ήξερες, με νοιάζει ότι ήξερες ποιον αγαπάω εγώ Χρυστοστομη. Με νοιάζει που μου είπες ψέματα ότι τάχα δεν θα με παντρέψουν με το ζόρι. Με νοιάζει που μου έκανες την καλή με ζεστές σοκολάτες και γλυκόλογα για να με καθησυχάσεις δήθεν. Ο πατέρας πώς ήξερε αν τα πάμε καλά με τον όμηρο ή όχι; 

Όχι απο μένα Δέσποινα, σου ορκίζομαι δεν του έχω μιλήσει καθόλου! 

Δεν σε πιστεύω και μην ορκίζεσαι, θα ρίξει φωτιά ο θεός να σε κάψει και είναι κρίμα να έχουμε γάμο και κηδεία μαζί, είπε η Δέσποινα απογοητευμένη και απελπισμένη. 

Αγάπη μου...

Όχι Χρυσοστομη! Ούτε αγάπη μου ούτε τίποτα. Σου το είπα ότι δεν θέλω να παντρευτώ  τον Γαλατη, το ήξερες. Γιατί δεν είπες κάτι στον πατέρα; 

Μα νομίζεις ότι θα με άκουγε; Αφού τα συμφώνησαν μονοι τους σου λέω, τη δίκη μου την γνώμη θα άκουγε; 

Δεν έκανες τίποτα για μένα αδερφή, ενώ ξέρεις. Δεν προσπάθησες καν. Κι'ας μην σε άκουγε ο πατέρας. Γιαυτο μην μου κάνεις την καλή τώρα γιατί δεν σε πιστεύω. Δεν θα στο συγχωρεσω ποτέ αυτό, της είπε και γύρισε την πλάτη της να μπει στο σπίτι. Έβγαλε μια μικρη τσάντα απο τη ντουλάπα της, έβαλε πέντε πράγματα μέσα και την ξανά έκρυψε κάτω απο το κρεβάτι. Θα περίμενε να κοιμηθούν όλοι και θα πήγαινε στον Γερασιμο, και απο κει όπου τους βγάλει η άκρη, πάντως τον Γαλατη δεν θα τον παντρευόταν, καλύτερα να πέθαινε! 

Πράγματι κάποιες ώρες αργότερα και μέσα στη νύχτα μια σκιά φάνηκε να περπατάει στους δρόμους της πόλης, με βήμα γρήγορο αλλά ανάλαφρο για να μην κινήσει υποψίες, περπατούσε προς την ελευθερία της. Μετά από ώρα, κουρασμένη, κλαμένη αλλά σίγουρη για την σωστή της απόφαση χτύπησε την πόρτα. Στην αρχή δεν πήρε απάντηση. Ξαναχτύπησε. Από μέσα άναψε ένα φως και ακούστηκε μια φωνή

Ποιος είναι;

Εγώ, είπε δειλά.

Η πορτα άνοιξε και ενας ξαφνιασμένος Γεράσιμος εμφανίστηκε 

Δέσποινα; 

Αγάπη για πάνταWhere stories live. Discover now