3. Όταν η τύχη σου δουλεύει

41 2 0
                                    


Η επόμενη συνάντηση ήταν εντελώς τυχαία. Η Μεροπη είχε βγει με την Δέσποινα στα μαγαζιά και είχαν ήδη σηκώσει τη μισή αγορά. Η μικρη παραπονιόταν ότι κουράστηκε αλλά η Μεροπη είχε σκοπό να τελειώσουν τα ψώνια πριν καθίσουν να ξεκουραστούν γιατί ήξερε πολύ καλά ότι η Δέσποινα αν καθόταν σε καρέκλα δεν θα ξανασηκωνόταν! Ειναι αλήθεια ότι είχαν πολλή ώρα που γυρνούσαν στην αγορά και είχε κουραστεί και η ίδια αλλά δυο πράγματα ήθελαν ακόμη και θα τελείωνε το μαρτύριο. 

Μεροπη, τι άλλο μας έμεινε, με πόνεσαν τα πόδια μου πάνω κάτω. 

Έλα αγάπη μου, δυο πράγματα μας έμειναν ακόμη, και μετά σου υπόσχομαι πάστα στο ζαχαροπλαστείο και κρύα λεμονάδα. 

Το καλό που σου θέλω, δεν μπορώ άλλο να περπατάω, όλη την αγορά γυρίσαμε σήμερα. 

Λοιπόν, ακου να δεις τι θα κάνουμε, θα πάω εγώ στο ραφείο να πάρω εκείνο το πουλόβερ για τον πατέρα και πήγαινε εσυ στη μοδίστρα να σου δώσει το φόρεμα της Χρυσοστομης και τα γάντια που διόρθωσε για να τελειώνουμε πιο γρήγορα, ναι; 

Εντάξει, πάω και θα έρθω να σε βρω στο ζαχαροπλαστείο, είπε η Δέσποινα και έφυγε για τη μοδίστρα. Κουρασμένη καθώς ήταν και με το μυαλό στην πάστα που την περίμενε δεν πρόσεξε τον δρόμο και ξεκίνησε να περπατάει χωρίς να κοιτάξει το αυτοκίνητο που ερχόταν και που ίσα που πρόλαβε να σταματήσει μπροστά της. Με το που άκουσε τα φρένα του γύρισε και το είδε τόσο δίπλα της, που από την τρομάρα της λιποθύμησε και έπεσε μπροστά του. Ο οδηγός βγήκε πανικόβλητος από το αυτοκίνητο και γονάτισε δίπλα της. 

Δεσποινίς! Δεσποινίς είστε καλά; Με ακούτε; την ρωτούσε και προσπαθούσε να καταλάβει αν όντως την χτύπησε. 

Ανοίξτε τα μάτια σας δεσποινίς...Δέσποινα! Δέσποινα, άνοιξε τα μάτια σου κορίτσι μου, είπε μόλις την αναγνώρισε, η μικρη Πανθέου ήταν, το κορίτσι με τα ξανθά μαλλια που τον είχε μαγέψει! Έλα σε παρακαλω, σύνελθε κούκλα μου, έλα...είπε και η Δέσποινα πετάρισε τα βλέφαρα της. Κούνησε το κεφάλι της και ενας πόνος την σταμάτησε από το να σηκωθεί, άνοιξε όμως τα μάτια της και είδε...δυο θάλασσες να την κοιτούν. 

Αχ, επιτέλους, επιτέλους άνοιξες τα μάτια σου, πώς νοιωθεις; Πού πονάς; Να πάμε στο νοσοκομείο; δεν προλάβαινε να την ρωτάει ο Γεράσιμος από την ανησυχία του. 

Εσείς...εσείς είστε, είπε η Δέσποινα που ξέχασε και πόνους και ατυχήματα και...κοκκινησε. 

Αγάπη για πάνταWhere stories live. Discover now