7. Όρκος ζωής

333 39 3
                                    


Ήταν η πρώτη ματιά που η Μάριαν είχε ρίξει στο μέλλον και δεν είχε στοιχειωθεί από θάνατο αλλά αυτό δεν άλλαζε τίποτα. Ο πόνος που ένιωθε μέσα της την είχε διαλύσει τόσο πολύ που δεν είχε ιδέα τι να κάνει για να συνεχίσει να μένει αδιάφορη σε όσα είχαν διαδραματιστεί πριν λίγο και στην πραγματικότητα αλλά και μέσα σε όσα είχε δει από το χάρισμα της... ή καλύτερα, όπως θα έλεγε και η ίδια, την κατάρα της.

«...να καταφέρεις να πέσεις;» άκουσε τα τελευταία λόγια της φράσης του Φράνσις που την στιγμή που έβλεπε το όραμα άκουγε αμυδρά στο πίσω μέρος του μυαλού της και αυτόματα ίσιωσε το κορμί της και τράβηξε το χέρι της μακριά από το δικό του σαν να την έκαιγε.

«Συγνώμη...» αλλά δεν μπορώ να συνεχίσω έτσι, συγνώμη που δεν είμαι αρκετή, συγνώμη που δεν θα καταφέρω ποτέ να είμαι... ήθελε να του πει αλλά με τον πόνο που ένοιωθε μέσα της να εκφράζεται στο πρόσωπο της, τα μάτια της να είναι έτοιμα να ξεχειλίσουν, έπρεπε να σκεφτεί γρήγορα έναν τρόπο να σώσει την κατάσταση πριν καταλάβει και ο ίδιος ότι είχε μόλις ρίξει μια ματιά στο δικό του μέλλον. «...αλλά νομίζω ότι στραμπούλιξα το πόδι μου» συμπλήρωσε ενώ κρατώντας τα μάτια της πάνω στην τεράστια φούστα της έπιασε τον αστράγαλο της πάνω από το φόρεμα της και έκανε μια πονεμένη γκριμάτσα παρακαλώντας τον εαυτό της μέσα της να μην κλάψει τώρα... όχι ακόμα.

«Ο μοντιέ... πριγκίπισσα» έσπευσε αμέσως να τρέξει κοντά της η μαντάμ Σελζινάρ που είχε ακούσει τα λόγια της. «Είσαστε καλά;» την ρώτησε με πραγματικό ενδιαφέρον και η Μάριαν κούνησε το κεφάλι της αρνητικά.

«Θα πρέπει να την δει αμέσως ο θεραπευτής» απευθύνθηκε στον Φράνσις.

Καθώς εκείνος κούνησε το κεφάλι του αδιάφορα της απάντησε ξερά: «Κάντε ότι νομίζεται αρκεί να μην μας ρεζιλέψει άλλο» και απλά έφυγε.

Στην ησυχία του δωματίου της, η Μάριαν είχε αγκαλιά το αγαπημένο της βιβλίο και έκλαιγε όσο δεν είχε κλάψει ποτέ ξανά στην ζωή της. Όλο αυτό ήταν τόσο πολύ για εκείνη. Μπορεί να ήταν μικρή, να μην ήξερε πολλά αλλά ο πόνος που είχε νιώσει από όσα είχε δει δεν διέφερε από τον πόνο που θα ένοιωθε και οποιαδήποτε άλλη ώριμη γυναίκα στην θέση της. Δεν μπορούσε να το εξηγήσει αλλά η φράση που είχε ακούσει κάποτε από μια υπηρέτρια που την είχε παρατήσει ο καλός της και έλεγε συνέχεια... 'Είναι σαν να μου ξερίζωσε την καρδιά και να την πήρε μαζί του'... πίστευε ότι ταίριαζε απόλυτα με αυτό που ένοιωθε αυτήν την στιγμή.

The DestinyDonde viven las historias. Descúbrelo ahora