𝑱𝒐𝒔𝒆𝒑𝒉𝒊𝒏𝒆 𝑳𝒐𝒓𝒆𝒏𝒔 & 𝑰𝒔𝒂𝒂𝒄 𝑮𝒓𝒂𝒚
Βιβλίο 1ο
Εκείνος αλαζόνας, οξύθυμος και ο κίνδυνος ενσαρκωμένος, με ένα παρελθόν που τον κυνηγάει όπου και να πάει.
Εκείνη μοναχική, ήσυχη και απότομη, μόνη της πορεύεται σε μία νέα πόλη, την πό...
Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.
Το επόμενο πρωί, η Ζοζεφίνα είναι πολύ κουρασμένη, και σωματικά και ψυχικά. Νιώθει ότι σιχαίνεται τους πάντες και τα πάντα. Όλοι της συμπεριφέρονταν και της συμπεριφέρονται λες και είναι ένα σκουπίδι. Λες και μπορούν να την πιάσουν και να την κάνουν στην άκρη σαν να μην σημαίνει τίποτα για εκείνους. Έχει κουραστεί την αδικία της ζωής. Σιχαίνεται που όλοι οι άνθρωποι στην ζωή της την είχαν δεδομένη. Σιχαίνεται το γεγονός ότι κανείς δεν την σέβεται. Ότι κανείς δεν σέβεται τα όριά της. Σιχαίνεται ότι όλοι μπορούν να την ποδοπατούν τόσο εύκολα. Σιχαίνεται ότι δεν έχει καμία αξία ως άνθρωπος και ότι πλέον ζει σε ένα ψέμα που δημιούργησε η ίδια για να προστατέψει τον εαυτό της. Την έχουν κουράσει οι φωνές που κάθε βράδυ την στοιχειώνουν στα όνειρά της. Την έχουν κουράσει οι εφιάλτες που έρχονται στο νου της και την κυνηγάνε συνεχώς. Την έχει κουράσει η μιζέρια που κάθε μέρα πολεμάει να την πιάσει από τον λαιμό και να την πνίξει. Δεν αντέχει άλλο να ζει μέσα σε μία φούσκα, που από στιγμή σε στιγμή θα έσκαγε και η Ζοζεφίνα θα έβρισκε τον εαυτό της πάλι στον πάτο του ωκεανού. Πλέον δεν έχει όρεξη για ζωή. Ο τρόπος που της συμπεριφέρθηκε ο Ισαάκ έφερε αυτή την πλημμύρα από αναμνήσεις και συναισθήματα στο μυαλό της. Ήθελε να πιάσει ένα μαχαίρι και να το σπρώξει στο στήθος της, μέχρι να κατορθώσει να βγάλει από αυτό εκείνο το καμμένο και πλέον κατεστραμμένο όργανο που ονομάζεται καρδιά.
Καθώς έτριβε τα πιάτα στην κουζίνα, με όση πιο πολύ δύναμη μπορούσε, άκουσε κάποιον να χτυπάει την πόρτα. «Είναι ανοιχτά» φώναξε από την κουζίνα. Προσπάθησε να σκουπίσει τα δάκρυα που είχαν κυλήσει στα μάγουλά της με την ποδιά που φορούσε, όμως δεν την βοηθούσαν τα γάντια με τα οποία έπλενε τα πιάτα. Λίγες προσπάθειες αργότερα, τα κατάφερε. «Μέριλιν;» ακούστηκε η φωνή του Ισαάκ και λίγα δευτερόλεπτα αργότερα η Ζοζεφίνα ένιωσε την παρουσία του στην κουζίνα. Εκείνη όμως δεν γύρισε να τον αντικρίσει, συνέχισε να τρίβει τα πιάτα με το μίσος που δεν μπορούσε να βγάλει στον έξω κόσμο, με αυτό το μίσος και την απέχθεια που είχε φωλιάσει μέσα της εδώ και πολλά χρόνια. «Έχει πάει βόλτα με ένα από τα στρουμφάκια της παρέας σου» είπε η Ζοζεφίνα και άνοιξε την βρύση για να ξεπλύνει τα 14 πιάτα που είχε τρίψει μέχρι τώρα.