𝑱𝒐𝒔𝒆𝒑𝒉𝒊𝒏𝒆 𝑳𝒐𝒓𝒆𝒏𝒔 & 𝑰𝒔𝒂𝒂𝒄 𝑮𝒓𝒂𝒚
Βιβλίο 1ο
Εκείνος αλαζόνας, οξύθυμος και ο κίνδυνος ενσαρκωμένος, με ένα παρελθόν που τον κυνηγάει όπου και να πάει.
Εκείνη μοναχική, ήσυχη και απότομη, μόνη της πορεύεται σε μία νέα πόλη, την πό...
Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.
«Γαμώτο σου, Ζοζεφίνα…» της ψιθύρισε ο Ισαάκ όταν και οι δύο είχαν ηρεμήσει μετά από ακόμη έναν γύρο με τα σώματά τους ενωμένα. Εκείνη του μειδίασε παιχνιδιάρικα και τον φίλησε αργά. «Είσαι γλυκούλης όταν είσαι κάτω μου» του είπε και εκείνος την έπιασε από την μέση και γύρισε τα σώματά τους. «Και εσύ είσαι τόσο γαμημένα όμορφη όταν με κοιτάς έτσι» της ψιθύρισε και την φίλησε και εκείνος.
Είχε περάσει ακόμη ένας χρόνος από την μέρα εκείνη στην παραλία. Οι ζωές όλων των παιδιών είχαν αλλάξει κατά κάποιον τρόπο. Η Μέριλιν, ο Λίον και η Ζοζεφίνα ήταν στο δεύτερο χρόνο των σπουδών τους στο πανεπιστήμιο. Η Κάντυ είχε ξεκινήσει να δουλεύει στο μαγαζί της μαμάς της και η Μπόνι με τον Τζέισον είχαν εξαφανιστεί. Βασικά, ο Τζέισον είχε εξαφανιστεί πριν ένα χρόνο, είχε επιστρέψει τώρα, και η Ζοζεφίνα με την Μέριλιν τον κατσάδιασαν πολύ άσχημα. Ο Ισαάκ έγινε και εκείνος μέλος στην λέσχη μοτοσυκλετιστών που ήταν ο Άξελ, και οι δυό τους είχαν γίνει κολλητοί, κάτι που θύμωνε την Ζοζεφίνα γιατί όλο την μάλωναν μαζί.
Γενικά τα πράγματα ήταν περίεργα στην αρχή, αλλά τελευταία είχαν πάρει την σειρά τους, και η Ζοζεφίνα χαιρόταν που βρισκόταν σε σχέση με το άτομο που αγαπούσε, με το άτομο που ήταν ερωτευμένη. Και ο Ισαάκ, δεν μπορούσε να ξεκολλήσει, δεν ήξερε αν του είχε κάνει μάγια, αλλά δεν τον ένοιαζε. Ήταν τρελά ερωτευμένος μαζί της, «Κοίτα με…» της ψιθύρισε, και εκείνη τον αντίκρισε. «Ναι;» του ψιθύρισε και εκείνη. «Σε αγαπώ, Ζοζεφίνα, τόσο γαμημένα πολύ» η ανάσα πιάστηκε στον λαιμό της. Ο Ισαάκ θα της το έλεγε μέχρι να πεθάνει, ακόμη και αν εκείνη δεν του το έχει πει ακόμη, ακόμη και αν δεν του το πει ποτέ, εκείνος θα της το λέει μέχρι να μην μπορεί να μιλήσει πια.
«Και εγώ σε αγαπώ Ισαάκ, μόνο εσένα» του είπε και εκείνος την κοίταξε, το βλεμμα του γεμάτο ελπίδα και αγάπη, έρωτα και υποσχέσεις, μα δεν χρειάστηκε να της πει τίποτα, ούτε εκείνη χρειαζόταν να του πει κάτι. Και οι δύο ήξεραν ότι αυτό που ήταν θα κρατούσε για πάντα. Γιατί ο ένας συμπληρώνει τον άλλο, γιατί οι δύο μαζί, ήταν ανίκητοι.
Γιατί ακόμη και αν η λύτρωσή τους ήταν αθέμιτη, εκείνοι την απέκτησαν. Την βρήκαν ο ένας στην ψυχή του άλλου, την άγγιζαν ο ένας στο σώμα του άλλου, την ένιωθαν ο ένας στο βλέμμα του άλλου. Γιατί τελικά, εκείνοι έμαθαν να ξεχωρίζουν το ηθικό με το ανήθικο.