ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11

0 0 0
                                    

Ο Ματ έβγαλε το αλεξίπτωτο που φορούσε και το άφησε μαζί με τη σανίδα και το κράνος του μέσα στη ντουλάπα. Υπήρχαν διαχωριστικά στη ντουλάπα, οπότε ήταν ένα φύλλο για τον καθένα τους. Στο κάτω μέρος υπήρχαν δύο συρτάρια, μέσα στα οποία είχαν βάλει ο καθένας τα ρούχα που είχε πάρει μαζί του, οπότε ο χώρος από πάνω ήταν κενός.

Ο Μάιλο ξάπλωσε σ' έναν απ' τους μαύρους καναπέδες. Η Νάνσυ τον μιμήθηκε, ενώ η Μπέλα ξάπλωσε στο κάτω κρεβάτι της μιας κουκέτας.

«Είμαι πτώμα» είπε.

«Λογικό» έκανε η Νάνσυ.

«Εντάξει, εγώ εδώ θα μείνω, δεν κουνιέμαι. Ελπίζω να μη σας πειράζει που πήρα το κάτω κρεβάτι» είπε η Μπέλα. «Βασικά και να σας πειράζει, δε με νοιάζει» χαμογέλασε. «Δε σηκώνομαι»

«Α, ναι;» έκανε ο Μάιλο. «Ούτε για κροκέτες γοργοπόδαρου με σάλτσα από του Φέλιξ;»

«Ω, να 'χαμε τώρα κροκέτες γοργοπόδαρου...» ευχήθηκε η Μπέλα. «Εντάξει, ναι, γι' αυτό θα σηκωνόμουν» παραδέχτηκε.

«Το ήξερα» χαμογέλασε ο Μάιλο.

«Εσείς καθίστε να ξεκουραστείτε, εγώ πάω μια βόλτα» είπε ο Ματ.

«Εντάξει» είπε η Νάνσυ.

«Τα λέμε αργότερα» ο Ματ πήρε μια μαύρη ζακέτα έφυγε απ' το δωμάτιο.

Φόρεσε τη ζακέτα, έβαλε την κουκούλα και βγήκε έξω. Έβαλε τα χέρια στις τσέπες και άρχισε να προχωράει αργά μέσα στη βροχή, απολαμβάνοντάς την. Κοίταξε τις άδειες κερκίδες γύρω από την πίστα. Από την άλλη πλευρά ορθώνονταν οι τέσσερεις πύργοι. Απομακρύνθηκε από την πίστα. Από την άλλη πλευρά υπήρχε ένας τεράστιος, άδειος χώρος, πολλά στρέμματα, μόνο που σε αντίθεση με την πίστα, είχε δέντρα. Πολλά, μα αραιά, ψηλά δέντρα. Πήγε προς τα εκεί.

Δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω. Ο Ματ συνέχισε να περπατάει, εστιάζοντας στον ήχο των βημάτων του και των σταγόνων που έπεφταν στο χώμα. Η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος τον βοηθούσε να καθαρίσει το μυαλό του.

Οι σταγόνες που έπεφταν από τον γκρίζο ουρανό ήταν χοντρές. Ο Ματ σήκωσε το βλέμμα του και κοίταξε ψηλά. Τα γκρίζα σύννεφα έκρυβαν τον ήλιο και δε φαίνονταν πρόθυμα να τον αφήσουν να ξεπροβάλει σύντομα. Ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του Ματ. Έκλεισε τα μάτια κι άφησε τη βροχή να του βρέξει το πρόσωπο. Ένιωσε τις σταγόνες να κυλάνε αργά, άλλες να τον γαργαλάνε ζωηρά κι άλλες να τον χαϊδεύουν απαλά, όπως το μητρικό χέρι το προσωπάκι ενός μικρού παιδιού.

ΚρανιοθραύστεςWo Geschichten leben. Entdecke jetzt