"Μωρό μου είσαι καλά;"ρώτησε ανήσυχος.
Δεν τον άκουγα.
"ΣΚΑΣΕ."βροντοφώναξε και το χέρι του βρέθηκε με δύναμη στο μάγουλό μου.
Το κεφάλι μου γύρισε και έπιασα το πονεμένο μου μάγουλο. Τον κοίταξα με δάκρυα στα μάτια. "Γιατί το έκανες αυτό;"ψέλλισα.
"ΜΕ ΡΩΤΑΣ ΓΙΑΤΊ? ΊΔΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΜΆΝΑ ΣΟΥ ΕΊΣΑΙ. ΔΕΝ ΣΑΣ ΑΝΤΕΧΩ."ούρλιαξε και η ανάσα του μύριζε αλκοόλ.
Πάλι είχε πιεί. Όπως και κάθε φορά μας χτυπούσε, όλους μας.
"Άσε το παιδί ήσυχο."είπε ήρεμα η μητέρα μου.
"ΣΚΑΣΕ ΚΑΙ ΕΣΎ ΠΙΑ."της φώναξε και την άρπαξε άγρια από το χέρι. "ΜΗΝ ΣΕ ΞΑΝΑΚΟΥΣΩ ΓΙΑΤΊ ΔΕΝ ΘΑ ΜΕΊΝΩ ΜΟΝΟ ΣΤΑ ΧΑΣΤΟΥΚΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΌΡΗ ΣΟΥ."συμπλήρωσε και πλέον έκλαιγα.
"Αχιλλέα σε παρακαλώ ηρέμησε."του είπε.
"ΔΕΝ ΣΟΥ ΕΊΠΑ ΝΑ ΣΚΑΣΕΙΣ;"της είπε και την πέταξε με φόρα στο πάτωμα.
"Τώρα θα δεις."απευθύνθηκε σε εμένα και με τραβούσε με το ζόρι μέχρι το δωμάτιο..
Όσο και να φώναζα, όσο και να έκλαιγα, το ξύλο δεν το γλύτωνα.
ο αδερφός μου όταν ήταν σπίτι, τις έτρωγε αυτός για εμένα και είμαι ευγνώμων για αυτό.
"Άννα; Άννα είσαι εδώ;"ρώτησε ο Γιώργος και με έβγαλε από τις σκέψεις μου.
Γύρισα να τον κοιτάξω. Είχα βουρκώσει, είμαι σίγουρη, το ένιωθα.
Ο Χρήστος με αγκάλιασε. "Είσαι καλά αγάπη μου;"ρώτησε και με φίλησε στο μάγουλο.
Του χαμογέλασα. "Απλώς θυμήθηκα κάτι."απάντησα.
Ο Γιώργος με κοιτούσε έντονα να νομίζω πως κατάλαβε. "Τι λέτε μωρέ να φύγουμε;"μας ρώτησε.
"Θέλετε να πάμε μια βόλτα;"πρότεινε η Βάλια.
"Θέλεις;"με ρώτησε ο Χρήστος.
"Δεν έχω πρόβλημα."χαμογέλασα.
"Άντε σηκωθείτε τώρα."είπε ο αδερφός μου και πληρώσαμε.
(..)
Κάναμε βόλτα στην πόλη και είχε πάει απόγευμα. Δεν τον είδα ξανά. Έλα μωρέ. Στην φαντασία μου θα είναι. Σωστά;
Κοιτάμε τις βιτρίνες των μαγαζιών και σταματάμε που και που επειδή κουραστήκαμε ή για να δούμε να αλλάζει χρώμα ο ουρανός.
Ο ήλιος, πια, έχει φύγει και την θέση του έχει πάρει το φεγγάρι. Το μπλε του ουρανού έχει γίνει μαύρο και το στολίζουν κίτρινα αστέρια.
Το πιο λαμπρό από όλα μου θυμίζει την μητέρα μου, που έφυγε άδικα. Αχ μητέρα, ο πατέρας φταίει για όλα. Εκείνος.
"Νύχτωσε."είπε η Βάλια.
"Φεύγουμε;"ρώτησε ο Χρήστος.
"Πάμε."είπε ο Γιώργος.
Σε 20 λεπτά ήμασταν στο σπίτι μου. "Εγώ θα μείνω στης Βάλιας απόψε."είπε ο αδερφός μου.
Στριφογύρισα τα μάτια μου και τους χαμογέλασα. "Καλά να περάσετε."είπα πονηρά και με αγριοκοίταξαν. Μετά από λίγο έφυγαν.
Ο Χρήστος με κοίταξε. "Θες να ανέβω απάνω;"ρώτησε.
"Μωρό μου, συγνώμη δεν μπορώ σήμερα."είπα "θέλω να μείνω λίγο μόνη μου."είπα διστακτικά.
"Εντάξει βρε χαζό, δεν πειράζει. Έχω και κάτι κομμάτια να φτιάξω. Αλλά αν με ήθελες θα τα άφηνα για αύριο."είπε και μου μου έκλεισε το μάτι.
Ωωω.τι γλυκός.
Του χαμογέλασα. "Καληνύχτα."είπα.
"Καληνύχτα."είπε με φίλησε γλυκά στα χείλη.
Μπήκε μέσα στο αυτοκίνητό και ξεκίνησε. Είχα μείνει στην ίδια στάση και τον έβλεπα που έφευγε. Είμαι τόσο ευτυχισμένη δίπλα του, αλλά του κρύβω κάποια πράγματα και αναγκάζομαι να χαμογελάω ψεύτικα.
Ξεφύσηξα απογοητευμένη και γύρισα πίσω. Κατευθύνθηκα προς την πόρτα και έβαλα τα κλειδιά.
Πέταξα την τσάντα κάτω και έβγαλα τα παπούτσια. Έβγαλα ένα επιφώνημα ανακούφισης και πάτησα τον διακόπτη για να ανοίξει το φως.
Ξαφνικά το σώμα μου προσγειώνεται στον τοίχο με δύναμη και ως αποτέλεσμα να χτύπησω ελαφριά το κεφάλι μου. Το χέρι του ήταν τυλιγμένο στο λαιμό μου και ασκούσε μεγάλη πίεση. Τα μάτια του έλαμπαν. "Και τώρα τα δυό μας."είπε με αυτή τη χαρακτηριστική βαριά χροιά του.
-----
Γειαα✌ χοχοχο να 'μαι πάλι για 639026820189028 φορά σήμερα εδώ. ΧδΑκόμη ένα κεφάλαιο. Χμ τι λέτε να γίνει; Περιττό να πω ποιός είναι, έτσι; :Ρ
Αυτάαα✔. Μπάιι.
#ντονατσάκια∞ #λοββ
-Ροδ:3'
YOU ARE READING
Χαμογέλα μου.
Teen FictionΤαχύτητα, μουσική και χαμόγελα. Αληθινά ή ψεύτικα; Κανένας δεν γνωρίζει. ΕΞΩΦΥΛΛΟ: @EiriniDi Copyright Autumn 2015 ♡