Απελπισία

477 12 4
                                    

   Η σκιά της γέρικης βελανιδιάς έπεφτε μέσα από το τζάμι του παραθύρου κάτω από το φως της πανσελήνου διαγράφοντας παράξενα σχήματα στον απέναντι τοίχο. Τα κοιτούσα κουλουριασμένος κρυμμένος κάτω από μια σειρά από ράφια προσπαθώντας να ηρεμήσω την καρδιά μου που χτυπούσε σαν τρελή.

Όλα είχαν συμβεί τόσο γρήγορα μέσα σε αυτόν τον απίστευτα παράξενο κυκλώνα συμπτώσεων. Η μήπως δεν ήταν συμπτώσεις τελικά; Φοβάμαι να παραδεχτώ ότι όσα συμβαίνουν μέχρι σήμερα το βράδυ αποτελούν μέρος ενός σχεδίου... Όλα είχαν συμβεί τόσο γρήγορα...

Βρίσκομαι μέσα σε μία αποθήκη στο κέντρο του ελαιώνα της Στούπας στην Μεσσηνιακή Μάνη προσπαθώντας να κρυφτώ από τον χειρότερο εφιάλτη μου και ο πόνος στην χαραγμένη πλάτη μου μαζί με μία κουρελιασμένη μπλούζα αποδείκνυε ότι αυτό που ζούσα άνηκε στην πραγματικότητα Φοβάμαι φυσικά και φοβάμαι και για πρώτη φορά στην ζωή μου καταλαβαίνω τι πραγματικά είναι ο φόβος στην πιο αγνή και απόλυτη μορφή του ξεκομμένη από τις σάλτσες της "σύγχρονης" κοινωνίας μας. Ένας φόβος παγωμένος κρύος όσο ένα παγόβουνο στην ανταρκτική και συνάμα ζεστός καυτός όσο η λάβα ενός ηφαιστείου που κάνει και τις πέντε αισθήσεις στο σώμα μου να επιταχύνονται στον μέγιστο βαθμό και το λυκίσιο ουρλιαχτό που άκουσα λίγη ώρα πριν να αναπαράγεται ξανά και ξανά μέσα στο μυαλό μου.

Όλα ξεκίνησαν μερικές ώρες πριν με ένα μήνυμα στο κινητό

«Σε περιμένω στις 23:00 στο πολιτιστικό κέντρο»

Μια απλή γραμμή με οδηγίες από ένα άγνωστο νούμερο που από περιέργεια αποφάσισα να ακολουθήσω (ποιος μπορεί να αντισταθεί άλλωστε σε αυτή την μαγική λέξη που ευθύνεται για την εξέλιξη του ανθρώπινου γένους)...
Περιέργεια που ποτέ δεν φανταζόμουν που θα με οδηγούσε.
Μόνο και μόνο η επιλογή του τόπου συνάντησης φαινόταν τόσο παράξενη από μόνη της με το κτίριο αρκετά έξω από το χωριό περιτριγυρισμένο από τον πλούσιο ελαιώνα της περιοχής και με το Καστράκι (μικρός λόφος που στην κορυφή του φιλοξενεί τα ερείπια αρχαίου κάστρου με πλούσια ιστορία) να δείχνει επιβλητικό από πάνω του.
Έντεκα παρά δέκα ήμουν εκεί, προετοιμασμένος (όσο μπορούσα να είμαι) για κάθε πιθανή εξέλιξη της συνάντησης με τον άγνωστο αποστολέα του μηνύματος. Η ώρα περνούσε και ο/η άγνωστος δεν φαινόταν πουθενά. Κοιτούσα νευρικός συνέχεια το ρολόι. Είχαν περάσει ήδη 10 λεπτά και τη στιγμή που αναρωτιόμουν μήπως όλο αυτό ήταν ένα κακόγουστο αστείο το άκουσα! Ήταν ένα ουρλιαχτό!
Ένα λυκίσιο ουρλιαχτό κάτω από το φως της πανσελήνου που έκανε το σώμα μου να ανατριχιάσει και την αδρεναλίνη να χτυπήσει κόκκινο!
Ακούστηκε από πολύ κοντά συνειδητοποίησα αργά οφείλω να ομολογήσω. Το σπάσιμο ενός κλαδιού στα δεξιά μου με έκανε να γυρίσω το κεφάλι μου προς τα εκεί και τότε τον είδα... Στεκόταν ακίνητος μπροστά μου τεράστιος, άγριος, επιβλητικός, ένας από τους ποιό έμπειρους κυνηγούς της φύσης! Με κοιτούσε με τα ασημένια μάτια του μετρώντας με θαρρείς μέσα στο σκοτάδι δίνοντας μου την αίσθηση ότι αυτό το πλάσμα ήταν κάτι παραπάνω από αυτό που έδειχνε... Τα δόντια του ξεγυμνώθηκαν. Ένα γρύλισμα ακούστηκε. Η καρδία μου κόντευε να σπάσει. Το σώμα μου είχε παγώσει. Δεν έπρεπε να δείξω φόβο αν καταλάβει πόσο πολύ φοβάμαι είμαι νεκρός επαναλάμβανα συνέχεια μέσα μου... Το σώμα του τεντώθηκε. Δεν έπρεπε να δείξω φόβο! Ο λύκος όρμησε πάνω μου!
Βούτηξα στο πλάι με ταχύτητα που ποτέ δεν φανταζόμουν ότι μπορούσα να είχα. Προσγειώθηκε δίπλα μου και ξαναόρμησε. Πανικός με κατέλαβε. Άρχισα να κινούμαι ενστικτωδώς προσπαθώντας να σηκωθώ όρθιος. Ένιωσα τα νύχια και το βάρος του πλάσματος στην πλάτη μου κάνοντας με να κολλήσω στο έδαφος. Ένιωσα την άγρια ζεστή ανάσα του στον λαιμό μου. Άκουγα το φοβερό γρύλισμα μέσα στα αυτιά μου να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά κάνοντας με να ανατριχιάζω. Τα νύχια του έμπαιναν ποιο βαθιά κάτω από το δέρμα μου. Δεν ένιωθα πόνο! Όχι εκείνη την στιγμή. Το μόνο που σκεπτόμουν ήταν πώς ξεμπλέξω από αυτή την γαμημένη κατάσταση.
Δεν είχα παραδώσει τα όπλα! Όχι όχι ακόμα! Ο λύκος γρύλιζε μέσα στα αυτιά μου. Κοιτούσα γύρω μου, έψαχνα και το βρήκα εκεί δίπλα μου, ένα σπασμένο μπουκάλι μπίρας. Άπλωσα το δεξί μου χέρι και το έπιασα από το στόμιο του. Με το μισό μπουκάλι Amstel να εξέχει τώρα από το χέρι μου γύρισα αστραπιαία καρφώνοντας το λίγο ποιο πάνω από το μπροστινό του πόδι όσο ποιο δυνατά μπορούσα. Κραυγή έκπληξης και πόνου βγήκε από το στόμα του πέφτοντας στο έδαφος. Σηκώθηκα όρθιος γρήγορα. Ο λύκος ήταν ακόμα στο έδαφος δίπλα μου με τα πόδια του να κουνιούνται σηκωμένα στον αέρα και κραυγές πόνου να ηχούν κάτω από την πανσέληνο.

Έπρεπε να φύγω τώρα!

Γύρισα και άρχισα να τρέχω.

Προς τα πού; Δεν ήξερα. Το μόνο που ήξερα ήταν ότι έπρεπε να φύγω όσο πιο γρήγορα γινόταν από εκείνο το μέρος.

Έτρεχα κάτω από τα ελαιόδεντρα με τον λόφο που ονομάζαμε "καστράκι" πάντα στο αριστερό μου χέρι, έτρεχα και οι κραυγές πίσω μου είχαν σταματήσει. Απόλυτη ησυχία επικρατούσε σε όλο τον ελαιώνα. Έτρεχα όσο πιο γρήγορα μπορούσα προσπαθώντας να εντοπίσω που βρίσκομαι η αν υπήρχε κάτι κοντά που να μπορούσε να με βοηθήσει.
Η εικόνα μιας καλύβας ήρθε σαν επιφοίτηση στο νου. Δεν ήταν μακριά, μάλιστα ήμουν αρκετά κοντά της. Έτρεξα προς τα εκεί και 2 λεπτά μετά την βρήκα. Δοκίμασα την πόρτα. Κλειδωμένη. Πήρα φόρα και έπεσα πάνω της. Δοκίμασα ξανά, τρίτη φορά και η κλειδαριά έσπασε. Η πόρτα άνοιξε. Μπήκα μέσα αμέσως. Ένα μεγάλο παράθυρο έριχνε φως στο σκοτεινό δωμάτιο. Δύο μεγάλα μπαούλα ήταν δεξιά στον τοίχο, ένα μεγάλο έπιπλο με ράφια γεμάτα εργαλεία κάλυπτε τον αριστερό και στο βάθος ένα μεταλλικό έπιπλο σαν ντουλάπα ήταν ένα μέτρο περίπου μακριά από τοίχο προς το κέντρο αφήνοντας κενό από πίσω του. Έκλεισα την πόρτα και με όση δύναμη μου είχε απομείνει έσπρωξα τα μπαούλα φρακάροντας την από μέσα. Πόνος στην πλάτη ακολούθησε την στιγμή που χαλάρωσε το σώμα μου και ήταν έντονος· δυνατός· πήγα προς την μεγάλη μεταλλική ντουλάπα και κουλουριάστηκα πίσω της. Κούραση με κατέβαλε, λες και είχε στραγγίξει όλη η δύναμη από το σώμα μου. Τα μάτια μου έκλεισαν ρίχνοντας με σε λήθαργο.

Ιστορίες τρόμου (Κύκλος τρίτος) {TYS_GR}Where stories live. Discover now