Απελπισία (μέρος ένατο)

71 7 5
                                    



   "Ξάπλωσε κάτω και κάνε ησυχία λευκό μαλλιαρό βουβάλι" φώναξε η Υακίνθη παιχνιδιάρικα μέσα στο μυαλό μου.
"Βουβάλι εγώ;" Ανταπάντησα με τον ίδιο τρόπο και άρχισε να γελάει. Άραγε θα μπορούσα ποτέ να το συνηθίσω; Όλες αυτές οι λέξεις χωρίς ήχο, τόσο ζεστές, γεμάτες συναισθήματα... Ήταν σαν να σε χάιδευαν συνεχώς γαλήνια. Με ηρεμούσαν, με ηρεμούσαν απίστευτα.
"Ορίστε έφυγε και αυτός ο λαγός όπως είχε φύγει και ο προηγούμενος... αυτά τα μικρά λαχταριστά διαβολάκια είναι πανέξυπνα" ξεφύσησε αγανακτισμένη
"ε θα πιάσουμε τον επόμενο!" της μετέδωσα την σκέψη μου και γέλασα. Το βλέμμα της καθώς με κοιτούσε ήταν όλα τα λεφτά!
Τελικά δεν πιάσαμε κανέναν αλλά αρκεστήκαμε σε ένα αγριοκάτσικο που βρήκαμε εκείνο το βράδυ. Παραδόξως δεν πάλεψε αλλά άρχισε να τρέχει, εμείς βρισκόμασταν πίσω του. Η Υακίνθη το δάγκωσε άσχημα στο πόδι και το άφησε να τρέχει. Λίγα λεπτά μετά αυτό κατέρρεε στο έδαφος αφήνοντας μια τεράστια γραμμή αίματος πίσω του. "Αυτός είναι ο πιο ασφαλές τρόπος να ρίξεις κάτω ένα απειλητικό θήραμα γιατί θα πρέπει να θυμάσαι πάντα ότι οι πληγές που γίνονται υπό την μορφή του λύκου... δεν επουλώνονται πλήρως. Αφήνουν πάντα σημάδια" Άκουγα μέσα στο κεφάλι μου την Υακίνθη να λέει.
"Εσύ πως και δεν έχεις κανένα; " την ρώτησα με περιέργεια και ενθουσιασμό.
"Εγώ πάντα προσέχω τι κάνω αγάπη..." μου είπε αυτάρεσκα.

Το φεγγάρι ήταν γεμάτο κατά ¾ και ο εφιάλτης γινόταν όλο και πιο έντονος.
Πλέον είχα συνηθίσει το δάγκωμα στον λαιμό μου και το αίμα που έτρεχε από την ανοιχτή πληγή. Είχα συνηθίσει και το τρομακτικό αιματοβαμμένο στόμα του. Ακόμα και την γλώσσα του που έγλυφε το πρόσωπο μου αφήνοντας τα αηδιαστικά της ίχνη. Είχα συνηθίσει και τα υπόλοιπα δαγκώματα που ακολουθούσαν μαζί με τον πόνο. Ο λευκός λύκος με κατασπάραζε κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια μου με την ίδια διαδικασία ξανά και ξανά προσθέτοντας συνεχώς καινούργια κομμάτια στο τέλος

Ξύπνησα ένα ακόμα μεσημέρι ιδρωμένος. Το γυμνό σώμα της Υακίνθης διαγραφόταν κάτω από τα μαύρα σεντόνια. Την ακούμπησα με τα δάχτυλα μου και άρχισα να ταξιδεύω πάνω στο απαλό δέρμα της. Το απολάμβανε, φυσικά και ήταν ξύπνια. Πάντα ήταν ένα βήμα μπροστά από εμένα. Ένας από τους λόγους που την θαύμαζα και την λάτρευα. Συνέχισα να εξερευνώ το σώμα της και άφησα τον εαυτό μου να παρασυρθεί στην γαλήνη που μετέδιδαν τα μπλε υπέροχα μάτια της.

Γαλήνη που έσπασε η πόρτα που άνοιξε απότομα. Πριν προλάβω να γυρίσω το κεφάλι μου η Υακίνθη ήταν ήδη όρθια σε θέση επίθεσης.
«Ήρεμα γατούλα» άκουσα έναν άντρα με σαρκαστική φωνή να λέει από το βάθος.
«Τι θέλεις εδώ Δημήτρη» φώναξε άγρια η Υακίνθη.
"Γνωρίζεστε;" Την ρώτησα απαλά
«Έτσι υποδέχεσαι τον Άλφα σου γατούλα;»
"Γιατί πράγμα μιλάει;"
«Έπαψες να είσαι ο Άλφα μου την νύχτα που του επιτέθηκες και το ξέρεις αυτό!» Ήταν θυμωμένη, έμεινα ακίνητος απλά να ακούω.
«Κινδυνεύαμε γατούλα στο εξήγησα και το είδες και εσύ! Ακόμα και σαν άνθρωπος κατάφερε να με πληγώσει...» ο σαρκαστικός του τόνος εξαφανίστηκε «...Έπρεπε να πεθάνει» ολοκλήρωσε την φράση του με την τελευταία λέξη να σβήνει λίγο πριν ολοκληρωθεί.
"Μην κάνεις βήμα και μην τολμήσεις να αλλάξεις!" μου έστειλε γρήγορα τις σκέψεις τις σε κατάσταση πανικού που δεν φαινόταν στην ομιλία της και φώναξε δυνατά «Ε λοιπόν μάντεψε πάλι Δημήτρη δεν πέθανε και έφυγα... Οπότε γιατί συνεχίζεις να με ακολουθείς;»
«Κανείς δεν φεύγει από εμένα» Φώναξε αγριεμένα ο άλλος.
«Καταλαβαίνεις ότι διάλεξες την πιο ακατάλληλη στιγμή να εμφανιστείς... Βρισκόμαστε δύο μέρες πριν την πρώτη ολοκληρωμένη του πανσέληνο.» "θα σου εξηγήσω αργότερα" «Πόσο πιο χαζά μπορείς να φερθείς;»
«Τόσο ώστε να σας πάρω μαζί μου» φώναξε ο άγνωστος εμφανώς θυμωμένος και δύο μαύροι λύκοι όρμησαν μέσα στο δωμάτιο από την ανοιχτή πόρτα γρυλίζοντας απειλητικά. Περισσότερα γρυλίσματα ακούγονταν απ' έξω... "Ότι και να γίνει μην αλλάξεις!" φώναξε ξανά το άλλο μου μισό μέσα στο κεφάλι μου. Ένα τσίμπημα στον λαιμό μου και το σκοτάδι ακολούθησε.


Ιστορίες τρόμου (Κύκλος τρίτος) {TYS_GR}Where stories live. Discover now