Απελπισία (μέρος δέκατο)

66 6 2
                                    


.::Υακίνθη::.

Με την άκρη των ματιών μου είδα την Αλκυόνη στο παράθυρο... στα χέρια της είχε ένα ξύλινο σκαλιστό φυσοκάλαμο.
Ηλίθια! Ηλίθια! Φώναξα μέσα μου, στον εαυτό μου. Πώς μπόρεσες να ξεχάσεις το ανοιχτό παράθυρο! Ηλίθια!
Την επόμενη στιγμή ο Άρης έπεφτε από το κρεβάτι αναίσθητος.
Τα πάντα άρχισαν να θολώνουν...
Ήθελα να σβήσω τόσο πολύ το βλαμμένο μεγάλο χαμόγελο από το πρόσωπο του Δημήτρη που πλέον δεν έλεγχα το σώμα μου.
Ο Δημήτρης πετάχτηκε έξω σε κλάσματα δευτερολέπτου.
Είχα πέσει στα 4 πόδια και τον κυνήγησα.

Ένα δίχτυ κάλυψε το σώμα μου την στιγμή που πατούσα το πόδι μου έξω από την καλύβα και με ακινητοποίησε.

«Νόμιζες ότι είχα έρθει απροετοίμαστος γατούλα; Ώ έλα τώρα νόμιζα ότι με ήξερες καλύτερα!» άκουγα τον Δημήτρη να θριαμβολογεί ακριβώς μπροστά μου.

Ηλίθια! Με αποκάλεσα για μία ακόμα φορά καθώς η αλλαγή σε άνθρωπο με επανέφερε στην πραγματικότητα.
Η Αλκυόνη πέρασε από δίπλα μου μπαίνοντας μέσα στο σπίτι χαμογελώντας ειρωνικά.
«Νόμιζα ότι ήσουν φίλη μου... ελεεινό ύπουλο φίδι!» σύριξα χαμηλόφωνα και αυτή άρχισε να γελάει.

Ηλίθια! Ξανά έβρισα τον εαυτό μου και η αγέλη των χαζών λύκων άρχισε να ουρλιάζει χαρούμενα στο φως της ημέρας...

.:: Άρης::.

Μεταλλικό γρι ήταν το κυρίαρχο χρώμα παντού γύρω μου
Ήταν πάνω στις τεράστιες κολόνες που σηκώνονταν θεόρατες τουλάχιστον 8 μέτρα από πάνω μου.
Ήταν πάνω στα πεντακάθαρα μικρά διαχωριστικά που διαμόρφωναν τον χώρο σε κλουβιά.
Το ίδιο μεταλλικό γκρι χρώμα ήταν και πάνω στις λαμαρίνες που βρισκόντουσαν τοποθετημένες σαν τοιχία και έκλειναν το τεράστιο κτήριο παντού γύρω μας.

Από μικρά παράθυρα που υπήρχαν διασκορπισμένα καταλάβαινες ότι ήταν νύχτα στην αρχή της όμως λάμπες μέσα στο κτήριο έδιωχναν κάθε ίχνος σκιάς γύρω μου
Δοκίμασα την αντοχή των αλυσίδων που βρισκόντουσαν δεμένες στα χέρια μου και αυτές κροτάλισαν θυμωμένες πάνω στην μεταλλική κολόνα που ήταν διπλωμένες. Θα μπορούσα εύκολα να τις σπάσω σκέφτηκα με χαμόγελο. Οι αλυσίδες που είχα διαλύσει εκείνο το βράδυ στο υπόγειο ήταν διπλάσιες σε μέγεθος.

Απέναντί μου ήταν ένα σκούρο καφέ μεγάλο ξύλινο γραφείο τόσο ξένο σε αυτόν τον χώρο... Μια πολυθρόνα το ίδιο εντυπωσιακή το συνόδευε. Ένας άντρα καθόταν σε αυτήν με τα πόδια χαλαρά ακουμπισμένα πάνω στο γραφείο. Φαινόταν ψηλός ελαφρός σκουρόχρωμος, με μακριά μαύρα μαλλιά που είχαν ένα ίχνος βαθύ κόκκινου χρώματος, περιποιημένο μούσι με την ίδια βαθύ κόκκινη μαύρη τρίχα και μεγάλη φαβορίτα που κατέληγε σε μύτη. Τα μάτια του που κοίταζαν καρφωμένα πάνω μου, καστανά, επιβλητικά. Σκούρο κόκκινο δερμάτινο μπουφάν, μπλε βαθύ τζιν παντελόνι και σκούρες κόκκινες μεγάλες μπότες έκλειναν την εικόνα.
Κατέβασε τα πόδια του από το τραπέζι και σηκώθηκε όρθιος...
«Θα προτιμούσα χίλιες φορές να ήσουν νεκρός η απλά να μην υπήρξες ποτέ...» άρχισε να λέει κάνοντας βόλτες γύρω μου «...τώρα όμως είσαι εδώ και θα πρέπει να δω τι είσαι πριν αποφασίσω τι θα κάνω μαζί σου...» μικρή παύση στεκόταν ακίνητος και απλά με κοιτούσε, οι τεράστιες πλάτες του φαινόντουσαν εντυπωσιακές κάτω από το φώς των λαμπών «...Οπότε κάνε μου την χάρη και δείξε μου τα δόντια σου να τελειώνουμε!» Φώναξε απότομα και έκανε απειλητικά ένα βήμα προς τα εμένα. Αυτός ο άνθρωπος η ότι άλλο ήταν είχε σοβαρό πρόβλημα στον εγκέφαλο σκέφτηκα με κακία.

Εμφανισιακά είχα τα μισά του χρόνια και δεν τον φοβόμουν, δεν τον φοβόμουν καθόλου...

.::Υακίνθη::.

Ένιωθα τον θυμό του Άρη με όλες μου τις αισθήσεις.
Είχε συνέλθει και ίσα που μπορούσε να συγκρατήσει τον εαυτό του.
Η πανσέληνος απείχε μόνο λίγες ώρες και άρχιζε ήδη να τον επηρεάζει.
Σε λίγες ώρες όλα θα τελείωναν και έκανα κάτι που δεν θα τολμούσα ποτέ να κάνω...

«Δημήτρη!...» άρχισα να φωνάζω δυνατά, είχα την προσοχή του, διακοπή... βαθειά ανάσα... και «... επικαλούμαι τους αρχαίους νόμους που καθορίζουν την φυλή μας και σε καλώ σε μονομαχία!» τελείωσα... Το είχα κάνει και έτρεμα...
Ο Δημήτρης ήταν ακίνητος με ανοιχτό το στόμα και με κοιτούσε.
Ο Άρης ευτυχώς δεν μπορούσε να με δει από την θέση που βρισκόταν δεμένος
Ηλίθια! Έβρισα για τελευταία φορά τον εαυτό μου και γαλήνη κυρίευσε το σώμα μου. Χαμογελούσα.

.::Άρης::.

«Θα το φτάσεις τόσο μακριά;» άκουγα τον τεράστιο άντρα να λέει και να κοιτάζει κάπου πίσω μου
«Φυσικά!» απάντησε η Υακίνθη.
«Γιατί... για αυτόν;» είπε ο Δημήτρης ξεφυσώντας. Ζήλια ήταν αυτό που διέκρινα στην φωνή του;
Η Υακίνθη έμεινε σιωπηλή παρόλο που την ένιωθα να βράζει.

«Καλώς!» Φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε ο άντρας με τον καμένο εγκέφαλο και συνέχισε «Σύμφωνα με τους παλιούς και τους καινούργιους νόμους αποδέχομαι την πρόκληση!» τελείωσε ανοίγοντας τα χέρια του προς τα πάνω. Κατευθείαν το μεταλλικό κτίριο γέμισε σκιές και ψιθύρους.

Ιστορίες τρόμου (Κύκλος τρίτος) {TYS_GR}Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ