Οργή (μέρος τέταρτο)

47 7 11
                                    



Είχαμε μπει στο τζιπ και το σώμα μου οδηγούσε 20 λεπτά τώρα.
Ήμασταν και οι δύο χαμένοι ακόμα μια φορά στις δικές μας σκέψεις.
Είχαμε βγει λίγο έξω από την πόλη στα περίχωρα της περιοχής γεμάτη από όμορφες κατοικίες με μεγάλους κήπους. Το σπίτι που σταματήσαμε κοντά ήταν τεράστιο αλλά πριν μπούμε σε αυτό έπρεπε να περάσουμε την καγκελόπορτα που ήταν μπροστά μας.

  Το σώμα μου έσβησε το αμάξι και με κοιτούσε. Ήταν παράξενο να βλέπεις τον ίδιο σου τον εαυτό να σε κοιτάει με αυτόν τον τρόπο.

   «Ότι και να συμβεί από εδώ και πέρα... Οτιδήποτε και να ακούσεις, θέλω να ξέρεις ότι εγώ σε αγαπούσα, ότι εγώ ακόμα σε αγαπάω... Αυτό που συνέβη ήτ...»   Δεν μπορούσε να μιλήσει άλλο, φαινόταν στο πρόσωπο του. Έβαλε μπρος, πάτησε γκάζι και το χάος ακολούθησε...  Το αμάξι έπεσε πάνω στην μεταλλική συρόμενη πόρτα.  Δευτερόλεπτα μετά αυτή βρισκόταν ξαπλωμένη στο δρομάκι του σπιτιού στραπατσαρισμένη.  Οι τσιμεντένιες κολόνες που την συγκρατούσαν κατεδαφισμένες. Λίγα μέτρα μακριά μας πεταμένη στο γρασίδι μία κάμερα ασφαλείας με κομμένα καλώδια. Σπασμένα κομμάτια από το τζιπ παντού γύρω μας. Το σώμα μου βγήκε από το αμάξι και πάτησε την κάμερα με όλη του την δύναμη. 
  Κατεύθυνση προς το σπίτι και το σώμα μου είχε αποσπάσει μια μεγάλη σιδερένια λόγχη από την πόρτα από αυτές που χρησιμοποιούνται στο σχέδιο της κορυφής αυτών.  Ήταν κοντά στο 1.60 - 1.70 μάκρος με πολύ μυτερή άκρη.
  Δεν μπήκε καν στον κόπο να χτυπήσει την εξώπορτα , το σώμα μου πήγε αμέσως σε μια μπαλκονόπορτα δίπλα και έσπασε την τζαμαρία. Πέρασα μέσα από τα σπασμένα τζάμια που γυάλιζαν πεσμένα στο έδαφος και βρισκόμουν μέσα σε ένα σκοτεινό σαλόνι. Το σώμα μου ήταν ήδη εκεί και μελετούσε τον χώρο. Ο τρόπος που κρατούσε στα χέρια του την λόγχη την έκανε να φαίνεται απειλητική. Πλήρη ησυχία. Βήματα στον δεύτερο όροφο και το σώμα μου άρχισε να τρέχει ανεβαίνοντας τα σκαλιά μιας ξύλινης σκάλας. Τα βήματα από πάνω μας αύξησαν ταχύτητα, βρισκόντουσαν στον τρίτο όροφο τώρα και σταμάτησαν. Χαμηλώσαμε ταχύτητα και ανεβαίναμε αργά. Η λόγχη ήταν πάντα σε ετοιμότητα. Ο ήχος από τα ξύλινα σκαλοπάτια ήταν υπερβολικός την στιγμή που έπρεπε να κάνουμε ησυχία. Ανεβήκαμε το τελευταίο σκαλοπάτι και μπήκαμε σε έναν διάδρομο με το ίδιο ξύλινο πάτωμα.

  Το μπιστόλι εμφανίστηκε από το πουθενά μαζί με τον άντρα που πετάχτηκε στον διάδρομο μέσα από μια πόρτα  «Τι θέλετε εδώ; Γιατί εισβάλετε μέσα στο σπίτι μου με αυτόν τον τρόπο;»  Άρχισε να φωνάζει την στιγμή που θα μπορούσε να πυροβολήσει ή μάλλον που θα έπρεπε να είχε πυροβολήσει.   Η λόγχη διέγραψε καμπυλωτή τροχιά στον αέρα με δύναμη και χτύπησε το χέρι που κρατούσε στο μπιστόλι κοντά στον ώμο.  Ήχος από κόκκαλο που σπάει ακολούθησε, το μπιστόλι έπεφτε στο πάτωμα και ο άντρας εκτοξεύτηκε προς τα πίσω χτυπώντας σε έναν τοίχο. Στεκόταν ακόμα όρθιος με την λόγχη καρφωμένη στον ώμο του και με το χέρι του να είναι γυρισμένο σε αφύσικη γωνία.

Ιστορίες τρόμου (Κύκλος τρίτος) {TYS_GR}Where stories live. Discover now